Για τους Έλληνες το ελαιόλαδο, είναι ότι για τους Ιταλούς τα ζυμαρικά και για τους Γάλλους η μπαγκέτα. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση στη χώρα, σύμφωνα με εκτιμήσεις Ελλήνων παραγωγών κινείται στα 20 λίτρα ετησίως -η ΒορειοΑμερικάνικη Ένωση Ελαιολάδου εκτιμά ότι η κατανάλωση στην Ελλάδα είναι 24 λίτρα- όταν στην Ισπανία είναι στα 11 λίτρα και στην Ιταλία κάτω από 10 λίτρα.
Όμως αυτό που για τους Έλληνες αποτελεί βασικό συστατικό της διατροφής τους, έχει γίνει απαγορευτικό για την «τσέπη» τους και προβλέπεται να γίνει ακόμη πιο απρόσιτο το προσεχές διάστημα.
Στελέχη του λιανεμπορίου τροφίμων επιβεβαιώνουν ότι το τελευταίο διάστημα έχουν λάβει νέους τιμοκαταλόγους από τη βιομηχανία. Οι νέες τιμές είναι αυξημένες 27-32%.
Σήμερα η τιμή για την αγορά από το σούπερ μάρκετ ενός 1 λίτρου έξτρα παρθένου ελαιολάδου κινείται από τα 7,60 ευρώ (pl) και ξεπερνά τα 10,4 ευρώ το επώνυμο αν και υπάρχουν και κάποιοι κωδικοί που πωλούνται προς 13 ευρώ το λίτρο.
Τιμή βάσης, που αν περάσουν στο ακέραιο οι νέες αυξήσεις που ζητά η βιομηχανία από το λιανεμπόριο, που αν επαληθευθούν οι εκτιμήσεις Ελλήνων ελαιοπαραγωγών δεν αποκλείεται να «σπάσει» το φράγμα των 13 ευρώ το λίτρο το προσεχές διάστημα.
Ήδη οι ανατιμήσεις στις τελικές τιμές καταναλωτή -στη χώρα η τιμή των ελαίων και των λιπών αυξήθηκε 14,2% τον Ιούνιο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία- έχουν αρχίσει να επηρεάζουν την κατανάλωση. «Η ζήτηση για εμφιαλωμένο ελαιόλαδο που ο Συνεταιρισμός δίνει στις αλυσίδες έχει μειωθεί 50%», λέει ο Χαρίλαος Βλαζάκης πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Χανίων.
Όμως αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος και όχι το μοναδικό πρόβλημα. Οι αδιάθετες ποσότητες είναι περιορισμένες -σ.σ στις δεξαμενές του Συνεταιρισμού υπάρχουν 200 τόνοι που ανήκουν στους παραγωγούς- και οι προβλέψεις για την επόμενη ελαιοκομική περίοδο είναι δυσοίωνες. «Στην Κρήτη θα έχουμε μείωση της παραγωγής την επόμενη ελαιοκομική περίοδο της τάξεως του 50-60%, διότι οι αντίξοες καιρικές συνθήκες επηρέασαν την ανθοφορία και την καρπόδεση», λέει ο πρόεδρο του Αγροτικού Συνεταιρισμού Χανίων.
Λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων αναθεωρούνται επί τα χείρω και οι προβλέψεις για μια ακόμη κακή χρονιά στην Ισπανία, -εκεί παράγεται το μισό ελαιόλαδο παγκοσμίως- αλλά και στην Ιταλία. «Σε όλη την Ευρωπη μιλάνε για αχαρτογράφητα νερά. Δεν γνωρίζουμε που μπορεί να φθάσει η τιμή», λέει ο κ. Βλαζάκης.
Από τον περασμένο Ιανουάριο οι τιμές παραγωγού στην Ελλάδα εχουν ακολουθήσει ένα ξέφρενο ανατιμητικό ράλι. Από 3-5 ευρώ που είχε ξεκινήσει να πωλείται το ελαιόλαδο στην αρχή της τρέχουσας ελαιοκομικής περιόδου «έπιασε» τα 6 ευρώ τον περασμένο Απρίλιο και από τότε συνεχίζει να σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Πριν από λίγα εικοσιτετράωρα, σε δημοπρασία στη Λακωνία, πωλήθηκε σε Ιταλούς εμπόρους βυτίο 20 τόννων έξτρα παρθένου ελαιολάδου προς 8,30 ευρώ το κιλό από 7,5 ευρώ που ήταν η τιμή την περασμένη εβδομάδα. Οι παραγωγοί και τα ελαιοτριβεία πωλούν στους μεταποιητές το ελαιόλαδο σε κιλά, ενώ σούπερ μάρκετ και καταναλωτές το αγοράζουν σε λίτρα. Ένα λίτρο ελαιόλαδο ισοδυναμεί με 915 γραμμάρια προϊόντος.
Ο Αντώνης Χατζηανδρής από το Αιγίνιο Πιερίας λέει πως δεν υπάρχουν ποσότητες και εκτιμά πως η επόμενη ελαιοκομική περίοδος θα είναι χειρότερη από τη φετινή, όχι μόνο στην Ελλάδα. «Αυτό σημαίνει», όπως εξηγεί «αύξηση των τιμών».
«Δεν ξέρω πόσο θα πάνε οι τιμές στην κατανάλωση. Σήμερα όμως γίνονται πράξεις στα 8 ευρώ το κιλό όταν η μέση τιμή ξεκίνησε στα 3,5 ευρώ. Τέλη Ιανουαρίου πήρε ένα 10-15% και από εκεί και πέρα ειδικά από τον Μάιο που υπάρχει εικόνα για το πως θα διαμορφωθεί η παραγωγή την επόμενη χρονιά και κατάλαβαν ότι θα είναι μειωμένη η παραγωγή έγινε πανικός. Οι τιμές έχουν ανέβει κατακόρυφα» λέει.
Ο κ. Χατζηανδρής, που έχει ελαιοτριβείο, φυτώρια ελιάς και 3.500 ρίζες ελιές στο Αιγίνιο Πιερίας, γνωρίζει ότι από τις 1.200 ρίζες ελιάς δεν πρόκειται να πάρει ούτε γραμμάριο. «Συνεχίζω να τα ποτίζω για να σώσω τα δένδρα» λέει. Αλλά ούτε και από τις υπόλοιπες 2.300 ελιές ευελπιστεί ότι θα πάρει την παραγωγή που πήρε εφέτος. «Αν πάρουμε 30-40% της φετινής παραγωγής θα είμαστε ευχαριστημένοι» σημειώνει. Και ο κ. Χατζηανδρής ως υπαίτιο της χαμηλής επικείμενης παραγωγής φωτογραφίζει τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Όμως τόσο ο κ. Χατζηανδρής όσο και ο κ. Βλαζάκης εντοπίζουν έναν ακόμη κίνδυνο για το εθνικό προϊόν. Τη μετακίνηση, λόγω τιμής, των καταναλωτών από το ελαιόλαδο σε άλλα φθηνότερα έλαια, όπως το σπορέλαια. «Δεν θα συμφέρει τον κόσμο να αγοράζει λιανική το ελαιόλαδο και θα στραφεί στα σπορέλαια με κίνδυνο να χαθεί όχι μόνο η εσωτερική, αλλά και η διεθνής αγορά για την οποία δώσαμε αγώνα να κερδίσουμε», λένε και οι δύο.
Με 204,1 εκατ. ευρώ πωλήσεις στις διεθνείς αγορές, οι εξαγωγές ελαιολάδου, που κατέγραψαν πέρυσι αύξηση 232,4% έναντι του 2021, αποτελούν βασικό προϊόν για το ελληνικό εξαγωγικό καλάθι και για το ΑΕΠ της χώρας.
Τι συμβαίνει στη Μεσογειακή λεκάνη
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Πριν από λίγες ώρες η Τουρκία, νούμερο 4 παραγωγός ελαιολάδου παγκοσμίως, αποφάσισε να αναστείλει μέχρι τον Νοέμβριο τις εξαγωγές χύμα ελαιολάδου. Σε αντίστοιχη κίνηση είχε προχωρήσει το 2021 αλλά και προ 20ετίας.
Για την πρόσφατη απόφαση του αναστολής των εξαγωγών ελαιολάδου, το υπουργείο Εμπορίου της Τουρκίας, επικαλείται την ταχεία αύξηση των τιμών λιανικής λόγω της αύξησης των εξαγωγών χύμα ελαιολάδου. Πριν την επιβολή της απαγόρευσης στις εξαγωγές, η Τουρκία, που σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου παρήγαγε 380.000 τόνους ελαιόλαδου το τρέχον καλλιεργητικό έτος, είχε επιβάλει τέλος στις εξαγωγές για να τις αποτρέψει.
Στις καλές ελαιοκομικές χρονιές, η παγκόσμια κατανάλωση κινείται σε 3 εκατομμύρια τόνους και η μέση ετήσια παραγωγή στην ΕΕ -αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό- στα 1,892 εκατομμύρια τόνους. Εφέτος, δηλαδή την ελαιοκομική περίοδο 2022/2023 η παραγωγή υπολείπεται κατά 500.000 τόνους, και αποτελεί τη δεύτερη χειρότερη επίδοση σε βάθος δεκαετίας. Η κατάρρευση αυτή οφείλεται στη μείωση κατά 56% της παραγωγής στην Ισπανία -στις πολύ καλές χρονιές παράγει ακόμη και 1,78 εκατομμύρια τόνους- εξαιτίας της ξηρασίας. Στην Ιταλία η παραγωγή υποχώρησε 27% ενώ στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 47% στους 340.000 τόνους.
Παγκοσμίως, η ελαιοκαλλιέργεια καταλαμβάνει περίπου 11,5 εκατομμύρια εκτάρια, εκ των οποίων τα 2,5 εκατομμύρια στην Ισπανία και υπάρχουν 14.000 ελαιοτριβεία στον κόσμο. Μόνο στην Ισπανία υπάρχουν περίπου 1.800 ελαιοτριβεία.
Οι εκτιμήσεις για την επόμενη ελαιοκομική περίοδο 2023/2024 είναι δυσοίωνες μετά τους τελευταίους καύσωνες που «κτύπησαν» τη Μεσόγειο. Πριν τα ακραία καιρικά φαινόμενα το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου προέβλεψε ότι η παραγωγή της Ισπανίας θα φθάσει τους 850.000 τόνους. Πολύ πιο κάτω από τα 1,3 εκατ. τόνους που είναι η παραγωγή σε ένα τυπικό έτος αλλά πάνω από τους 660.000 τόνους που παρήγαγε πέρυσι. Όμως η βιομηχανία φοβάται ότι η παραγωγή θα μπορούσε να πάει ακόμη χειρότερη.
Σύμφωνα με τη Mintec, που επικαλείται παράγοντες της αγοράς που εκφράζουν ανησυχίες για την παραγωγή στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής ελαιολάδου όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, όπου επικρατούν συνθήκες ξηρασίας, η φετινή παραγωγή εκτιμάται ότι θα κινηθεί στους 1,3 έως 1,45 εκατομμύρια τόνους στην ΕΕ σημαντικά κάτω από τον πενταετή μέσο όρο των 2,1 εκατομμύρια τόνων.
Και τα παράδοξα της κατανάλωσης στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, όπου πάνω από το 40% του ελαιολάδου που καταναλώνεται πωλείται σε τενεκέδες, δηλαδή χύμα, μέσω των σούπερ μάρκετ διατίθενται περί τα 14 εκατομμύρια λίτρα ελαιολάδου, επώνυμου και ιδιωτικής ετικέτας.
Πέρυσι μια χρονιά όπου η τιμή των σπορελαίων εκτινάχθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η κατανάλωση ελαιολάδου έφθασε, σύμφωνα με τα στοιχεία από τη Circana, τα 14,092 εκατομμύρια λίτρα, από 13,847 εκατ. λίτρα το 2021 και 15,143 εκατ. λίτρα το 2020. Με την αξία να ξεπερνά πέρυσι τα 76,472 εκατ. ευρώ από 65,562 εκατ. ευρώ το 2021 και τα 65,676 εκατ. ευρώ το 2021. Δηλαδή μεταξύ του 2022 και του 2021 καταγράφηκε αύξηση 16,6% των πωλήσεων σε αξία, οριακή αύξηση των πωλήσεων σε όγκο 1,76% και άνοδος της μέσης τιμής κατά 14,8%.
Η τιμή των pl «έτρεξε» πέρυσι με ρυθμό αύξησης 18,6% και το πρώτο πεντάμηνο της φετινής χρονιάς με +31,25%. Αυτή η εκτόξευση της τιμής στα PL οδήγησε σε υποχώρηση 20,6% των πωλήσεων σε όγκο συμπαρασύροντας όλη την κατηγορία σε μείωση της κατανάλωσης κατά 1,9%.
Οι μεγαλύτερες απώλειες σε όγκο, το πρώτο πεντάμηνο, σημειώθηκαν στην Κεντρική Ελλάδα (-21,4%), στη Βόρειο Ελλάδα (-11,8%) και στη Θεσσαλονίκη (-9,3%). Αντιθέτως στην Αττική, όπου το δένδρο ελιάς είναι μόνο καλοπιστικό, η κατανάλωση αυξήθηκε 10,8%.
Όμως το εντυπωσιακό είναι πως κινήθηκε οι κατανάλωση στις δύο βασικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές της χώρας. Στην Πελοπόννησο και στην Κρήτη. Στη μεν πρώτη η κατανάλωση ενισχύθηκε κατά 15,5% στα 116.001 λίτρα και κατά 36,8% στην Κρήτη με 86.075 λίτρα. Η ποσοστιαία αυτή αύξηση είναι μεν εντυπωσιακή, αποδίδεται στην πρωτοβουλία «καλάθι του νοικοκυριού» αλλά δεν αλλάζει τη γενική εικόνα αφού αυτές οι δύο περιοχές καταναλώνουν πολύ μικρές ποσότητες τυποποιημένου προϊόντος, όντας οι ίδιες παραγωγοί.
Για το τι φέρνει το μέλλον στις τιμές, μια πρώτη γεύση έχουν πάρει ήδη οι καταναλωτές. Οι συσκευασίες των 5λίτρων, τείνουν να εξαφανιστούν τελείως από το ράφι, αφού πλέον αυτή η ποσότητα κοστίζει πάνω από 50 ευρώ όταν στο κοντινό παρελθόν προσέγγιζε με τα βίας τα 30 ευρώ. Οπότε οι μεγάλες συσκευασίες των 5λίτρων τείνουν να αντικαθίστανται από αρκετούς παραγωγούς με συσκευασίες των 4 ή 3 λίτρων που πωλούνται κάποια εξ αυτών στις τιμές που πωλούνταν παλαιότερα τα 5λιτρα.
πηγή euro2day.gr