Η μικρή κοινωνία της επαρχίας Ξηρομέρου στην Αιτωλοακαρνανία αναστατώθηκε εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα του 1991, όταν ένας 71χρονος συνταξιούχος κατελήφθη από αμόκ και σκόρπισε το θάνατο στο χωριό Κανδήλα. Λίγο νωρίτερα είχε τσακωθεί με δύο άνδρες σε ένα καφενείο στον Μύτικα και ξέσπασε την εκδικητική μανία του στις συζύγους και τα παιδιά τους! Το αποτέλεσμα ήταν να πέσουν νεκρές μια 27χρονη και οι δύο κόρες της, 7 και 5 χρόνων, καθώς επίσης και μια 25χρονη, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά η πεθερά της 67 χρόνων.
Ο Γιάννης Μούτος ήταν ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος, όπως έλεγαν οι συγχωριανοί του στην Κανδήλα. Υπηρετούσε στην Ελληνική Χωροφυλακή, αλλά το 1950 παραιτήθηκε για να διοριστεί στο υπουργείο Εργασίας, όπου εργάστηκε έως την συνταξιοδότησή του. Για έναν καυγά στο καφενείο, που είχε τις «ρίζες» του σε κτηματικές διαφορές, έβαψε τα χέρια του με αίμα και έγινε συνώνυμο του τρόμου.
Ήταν 15 Φεβρουαρίου 1991, όταν σε ένα καφενείο στο παραλιακό χωριό Μύτικας άναψε η «σπίθα» για το τετραπλό φονικό, που θα σημάδευε το Ξηρόμερο για τις επόμενες δεκαετίες. Λίγο μετά τη 1 το μεσημέρι ο 71χρονος λογόφερε με τα αδέλφια Θανάση και Λεωνίδα Κατσιπάνο. Ήταν και οι διαφορές που τους χώριζαν και ο καβγάς δεν άργησε να «ανάψει». Μαρτυρίες έλεγαν ότι ο Θανάσης Κατσιπάνος χαστούκισε τον συνταξιούχο και εκείνος, προσβεβλημένος και «μειωμένος», αφού το περιστατικό έγινε μπροστά σε πολλούς θαμώνες, έφυγε για το σπίτι του στην Κανδήλα, τέσσερα χιλιόμετρα από το Μύτικα.
Φανερά ταραγμένος, πήρε την καραμπίνα του, ένα περίστροφο και ένα μαχαίρι και έφυγε. Η κόρη του τον είδε και κατάλαβε από τα μισόλογά του ότι στο θολωμένο του μυαλό είχε βάλει το κακό. Δεν μπορούσε να τον σταματήσει και πήρε αμέσως τηλέφωνο στο καφενείο. «Ο πατέρας μου έρχεται οπλισμένος, ειδοποιήστε τους Κατσιπάνους!», είπε φανερά ταραγμένη στον ιδιοκτήτη. Πριν περάσουν λίγα λεπτά τα δύο αδέλφια είδαν από μακριά τον Μούτο να φτάνει στο καφενείο και τράπηκαν σε φυγή. Αποφασισμένος να τους εκδικηθεί για την προσβολή, τους πυροβόλησε με το περίστροφο, χωρίς να τους τραυματίσει. Αφού του ξέφυγαν, θα πήγαινε στα σπίτια τους για να τους βρει!
Επέστρεψε στην Κανδήλα και κατευθύνθηκε πρώτα στο σπίτι του Θανάση Κατσιπάνου. Η 27χρονη σύζυγος του Δήμητρα, που είχε ειδοποιηθεί τηλεφωνικά, δεν μπορούσε να φύγει με τα παιδιά. Κλείδωσε την πόρτα, πιστεύοντας ότι θα αποτρέψει το κακό. Όμως ο 71χρονος συνταξιούχος ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει οποιονδήποτε από τις οικογένειες των δύο συγχωριανών του, που τον είχαν ταπεινώσει στο καφενείο. Πυροβόλησε με την καραμπίνα την κλειδαριά και εισέβαλε στο σπίτι. Η 27χρονη προσπάθησε να του πάρει το όπλο. Όμως εκείνος είχε και το μαχαίρι πάνω του. Της κατάφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα στα χέρια και το λαιμό και την έριξε νεκρή. Στη συνέχεια πυροβόλησε και τα δύο κοριτσάκια της, την Κωνσταντίνα 7 και την Μαριάννα 5 χρόνων.
Η τραγωδία, όμως, δεν είχε ολοκληρωθεί. Ο δράστης, σε κατάσταση αμόκ, πήγε και στο σπίτι του Λεωνίδα Κατσιπάνου. Εκεί βρήκε την κατάκοιτη πεθερά του και την πυροβόλησε. Πιστεύοντας ότι είναι νεκρή, έφυγε και άρχισε να ψάχνει και την 25χρονη σύζυγό του, Γεωργία. Την βρήκε σε ένα σφαιριστήριο, όπου είχε μπει για να κρυφτεί. Κι εκεί, μπροστά στα έντρομα μάτια 10-15 θαμώνων, την σκότωσε εν ψυχρώ.
Οι κάτοικοι της Κανδήλας «πάγωσαν» μπροστά στο φονικό ντελίριο του 71χρονου συγχωριανού τους. Κάποιοι παράτολμοι προσπάθησαν να τον πλησιάσουν και να τον αφοπλίσουν, αλλά δεν τους άφησε πολλά περιθώρια, απειλώντας να συνεχίσει το αιματοκύλισμα. Τα περιπολικά της Αστυνομίας έφτασαν όταν όλα είχαν τελειώσει. Ο Γιάννης Μούτος είχε πάει στο σπίτι του. Δεν περίμενε να τον συλλάβουν. Αυτοπυροβολήθηκε με την ίδια καραμπίνα που είχε σκορπίσει το θάνατο. Σοβαρά τραυματισμένος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Πρέβεζας, όπου οι γιατροί έδωσαν μάχη για να τον κρατήσουν στη ζωή και την κέρδισαν. Λίγα χρόνια αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή…
astinomiko.gr