Τη Τετάρτη 7 προς Πέμπτη 8 Αυγούστου στην ενορία μας θα τελεσθεί Ιερά Αγρυπνία επί τη εορτή του τοπικού μας Αγίου Καλλινίκου Μητροπολίτου Εδέσσης του Αιτωλού.
Η Ιερά Αγρυπνία θα αρχίσει στις 9 το βράδυ και θα τελειώσει στις 12:30 πμ.
Βοήθεια μας ο Άγιος Καλλίνικος.
Βίος και πολιτεία του Αγίου Καλλινίκου Μητροπολίτου Εδέσσης
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τήν 23η Ἰουνίου 2020 μέ ἀπόφασή του κατέταξε τόν Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Καλλίνικο (1919-1984) στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ μνήμη του θά τιμᾶται τήν 8η Αὐγούστου κάθε ἔτους, ἡμέρα τῆς ἐνδόξου κοιμήσεώς του.
Ὅταν ἐκάρη μοναχός τό ἔτος 1957 ἐπέλεξε τό ὄνομα Καλλίνικος ὄχι γιατί ἤθελε νά λάβη τό ὄνομα κάποιου Ἐπισκόπου πού προηγήθηκε καί ἔφερε τό ὄνομα Καλλίνικος (ὅπως συνηθίζεται στά ἐκκλησιαστικά πράγματα), ἀλλά γιά νά μιμηθῆ στήν ζωή του τούς καλλινίκους Μάρτυρες καί νά ἔχη καλούς ἀγῶνες καί νίκες. Καί ἐκεῖνος ἀγαποῦσε σέ ὅλη τήν ζωή του τούς μάρτυρες καί ὁμιλοῦσε γι’ αὐτούς μέ ἐνθουσιασμό καί ἔμπνευση.
Ἀξιώθηκα νά τόν γνωρίσω στό Ἀγρίνιο ἀπό τά μαθητικά μου χρόνια, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, καί μοῦ εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση ἡ ἀσκητικότητά του, ἡ χαρά πού ἐξέπεμπε ἀπό τό πρόσωπό του καί ὅλη του τήν ὕπαρξη, ὁ γλυκύς του λόγος, τό ζωντανό του κήρυγμα, τό ἐπικοινωνιακό του χάρισμα μέ τούς νέους, καί πολλά ἄλλα.
Ἀργότερα, ὅταν ἤμουν φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας καί μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν μου, καί ἐνῶ εἶχα προτάσεις νά προχωρήσω σέ εὐρύτερες σπουδές γιά ἐπιστημονική καί ἀκαδημαϊκή ἐξέλιξη, τά ἐγκατέλειψα ὅλα καί προτίμησα νά μείνω κοντά του. Ἐπειδή ὡς φοιτητής σύχναζα στό Ἅγιον Ὄρος καί συναναστρεφόμουν μέ διαφόρους ἁγίους Μοναχούς, εὕρισκα στόν Ἐπίσκοπο Καλλίνικο τά ἴδια καί περισσότερα γνωρίσματα μέ αὐτούς, τόν αἰσθανόμουν ὡς ἕναν ἁγιορείτη Ἐπίσκοπο καί ἔτσι ἔμεινα κοντά του μέχρι τήν τελευταία στιγμή του, πού ἔφυγε ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα του.
Τά χαρίσματά του καί ἡ ἀσκητική βιοτή του μέ «αἰχμαλώτισαν», γι᾽ αὐτό καί μετά τήν κοίμησή του ἔγραψα τρία βιβλία.τῆς ποιμαντικῆς του δραστηριότητας, ἀλλά ὁλοκληρώθηκε καί τελειώθηκε στήν Μακεδονία καί συγκεκριμένα στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας, καί εἰδικότερα στήν ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τήν Ἔδεσσα. Ἑπομένως, Αἰτωλοακαρνανία καί Πέλλα, Θέρμο, Μεσολόγγι, Ἀγρίνιο καί Ἔδεσσα, Ἱερά Μητρόπολη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας καί Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας γνώρισαν τόν πολυτάλαντο καί χαρισματικό αὐτόν ἄνθρωπο καί Κληρικό.
Ἀλλά κι ἐγώ στό Ἀγρίνιο, ὅπου ἤμουν μαθητής στό Γυμνάσιο, γνώρισα τόν νεαρό τότε Πρωτοσύγκελλο, τόν ἀσκητικό, τόν ἀεικίνητο καί θερμουργό Ἱεροκήρυκα, ἀλλά τελικά τόν «ἀπήλαυσα» ὁλοκληρωμένο Ἐπίσκοπο καί Πνευματικό Πατέρα στήν Ἔδεσσα. Ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά εἶμαι ὁμορόφιος καί ὁμοτράπεζος μέ ἕναν τέτοιον χαρισματικό ἅγιο Ἐπίσκοπο, καί μάλιστα εἶχα τήν ἐξαιρετική εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά τόν ὑπηρετήσω κατά τό ἑπτάμηνο διάστημα τῆς ἀσθενείας του, καί, κατά τήν προόρασή του, νά τοῦ κλείσω τά μάτια καί στήν συνέχεια νά τόν βιογραφήσω.Ὁ ἄνθρωπος λαμβάνοντας τό κατ᾽ εἰκόνα του ἀπό τόν Θεό πρέπει νά φθάση στό καθ᾽ ὁμοίωση, ἤτοι τήν θέωση, καί τόν ἁγιασμό, ζώντας τίς «μεθηλικιώσεις» τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ´, 13). Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τό κατ᾽ εἰκόνα συνιστᾶ τό «εἶναι» καί τό «ἀεί εἶναι», καί τό καθ᾽ ὁμοίωση συνιστᾶ τήν «σοφία» καί τήν «ἀγαθότητα». Ἡ πνευματική ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνέπεια τῆς ὁρμῆς, τήν ὁποία ἔβαλε μέσα του ὁ Θεός καί ἡ πορεία του εἶναι καρπός τῆς ἀρχικῆς αἰτίας τῆς δημιουργίας του, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μέτοχοι γάρ γεγόναμεν τοῦ Χριστοῦ, ἐάνπερ τήν ἀρχήν τῆς ὑποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν» (Ἑβρ. γ´, 14). Αὐτή δέ ἡ ἐξέλιξη τῶν ἀνθρώπων εἶναι καρπός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, διότι, κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο,
«Αὐτός οὖν ἐστί Θεός σαρκοφόρος καί ἡμεῖς ἄνθρωποι πνευματοφόροι».
Αὐτή ἡ πνευματική ἐξέλιξη συνέβη καί στόν μακάριο Ἱεράρχη. Ἄρχισε μέ τήν βίωση τῆς ἁγιορειτικῆς-ἀσκητικῆς ζωῆς ἀπό τά μικρά του χρόνια, τήν ὁποία τοῦ μετάγγισε ὡς πνευματικό αἷμα ὁ εὐλαβής Ἱερεύς παπποῦς του, καί τήν ἀπόκτηση ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος∙ συνέχισε μέ τήν πρακτική ἐξάσκηση, τήν ὁποία διδάχθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας καί τούς Καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς∙ εἰσῆλθε στήν διοίκηση καί τήν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας μέ ὁρμή, ζῆλο κατά Θεόν, θερμουργή ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία∙ καί τελείωσε τήν ζωή του μέσα σέ σιωπή, προσευχή, ἠρεμία, ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπό τήν Θεομητορική προστασία τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας, ἡ ὁποία τόν ἐπισκέφθηκε μέ δόξα στό κρεββάτι τοῦ πόνου καί τόν ἔκανε νά χαρῆ ὑπερβολικά.
Ὅσοι τόν γνώρισαν, ἰδίως ὡς Μητροπολίτη, πού εἶχε ἤδη ὡριμάσει πνευματικά, κάνουν λόγο γιά ἕναν «ἀσκητή Ἐπίσκοπο», ἕναν «διάφανο Ἱεράρχη», «μή ἐκ τοῦ τόπου σεμνυνόμενος, ἀλλά τόν τόπον σεμνύνων ἀφ᾽ ἑαυτοῦ», μιά «ὁσία μορφή τῆς Ἐκκλησίας», ἕνα «κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας», ἕναν «ἅγιο ἄνθρωπο», ἕναν «ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ». Αὐτό θά φανῆ στά ἑπόμενα.
Δέν εἶναι δυνατόν νά περιγράψη κανείς πλήρως τήν ὅλη ζωή του, τά καρδιακά βιώματά του, τούς ἀλαλήτους στεναγμούς τῆς καρδίας του, τήν πυρφόρα καρδιακή ἀναφορά του στόν Θεό, τόν ἀδιάλειπτο ζῆλο του γιά τούς ἀδελφούς του κατά Χριστόν, τήν αὐτοπαράδοσή του στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τήν πολυκύμαντη ποιμαντική διακονία του, τό ὁσιακό του τέλος!
Ἐξ ἀνάγκης θά περιορισθῶ στά πιό βασικά σημεῖα, τά ὁποῖα θά παρουσιασθοῦν κατά τρόπο συνοπτικό καί συναξαριακό.Καί ἐκεῖνος στόν χειροτονητήριο λόγο του ζητᾶ ἀπό τόν χειροτονοῦντα Ἀρχιερέα νά δεηθῆ, ὥστε τό πῦρ τοῦ Παναγίου Πνεύματος νά τόν καθαρίση καί νά ἀνάψη ἐντός του «πυρκαϊάν ἀγάπης πρός τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν Χριστόν καί τήν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν». Ἀκόμη, ἐπιθυμεῖ νά καῆ ὡς λαμπάδα «διά τήν δόξαν τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ». Στό τέλος ζητᾶ τήν προσευχή του γιά νά εἰσέλθη μαζί μέ τό ποίμνιό του στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Κατά τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του στόν Καθεδρικό Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης Ἐδέσσης ἀναλογίζεται κατά τρόπο πατερικό καί θεολογικό ὅτι «ὁ κλῆρος τοῦ Ἐπισκόπου δέν εἶναι θρόνος, ἀλλά σταυρός. Ὁ Ἐπίσκοπος ἀνεβαίνει πρῶτον εἰς τόν Γολγοθᾶν» καί ἐκφράζει τήν ἐπιθυμία του νά ὑπηρετήση καί ὄχι νά ὑπηρετηθῆ. Συνδέει, δηλαδή, τήν ἀρχιερατική διακονία μέ τόν Γολγοθᾶ, καί αἰσθάνεται ὅτι ὁ Ἀρχιερεύς εἶναι φορεύς τῆς μαρτυρικῆς ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ». Σκέπτεται δέ, κατά τήν λαμπρή ἐκείνη τελετή τῆς ἐνθρονίσεως, τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι «τρέμων καί γυμνός» θά παρασταθῆ «πρό τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κριτοῦ τῆς οἰκουμένης». Ἐδῶ φαίνεται ἡ ἐσχατολογική προοπτική τῆς Ἀρχιερωσύνης.ἀποβλέπουν στόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου, «εἰς τό μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος» τοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. ιβ´, 10). Γι᾽ αὐτό οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἀποκαλοῦνταν ἅγιοι, κλητοί ἅγιοι, πού κατοικοῦν σέ μιά ὁρισμένη Ἐκκλησία. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος προτρέπει: «κατά τόν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καί αὐτοί ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε, διότι γέγραπται· ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α´ Πέτρ. α´, 15-16).
Οἱ Ἀπόστολοι ὅταν ἀποφάσισαν νά χειροτονήσουν διακόνους, ζήτησαν ἀπό τούς Χριστιανούς νά τούς ὑποδείξουν ἑπτά κατάλληλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι νά ἔχουν δύο γνωρίσματα, ἤτοι νά ἔχουν τήν καλή μαρτυρία τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας («μαρτυρουμένους») καί νά εἶναι «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας». Εἶπαν: «ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας, οὕς καταστήσομεν ἐπί τῆς χρείας ταύτης» (Πράξ. στ´, 3).
Ὁ σκοπός τοῦ Χριστιανοῦ νά γίνη ἅγιος δέν εἶναι μιά «πολυτέλεια», ἀλλά ὁ βασικός σκοπός τῆς δημιουργίας του ἀπό τόν Θεό καί τῆς ἀναδημιουργίας του ἀπό τόν Χριστό.
Τέτοιος ἀναδείχθηκε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν δικό του φιλότιμο ἀγώνα, ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Καλλίνικος. Ὅσοι τόν γνώρισαν ἀπό κοντά καί ὅσοι διάβασαν τόν βίο του ὁμιλοῦν ἀβίαστα γιά τήν ἁγιότητά του.
10. Ἐπίσκοποι ἅγιοιΘέρμο καί τό χωριό του Σιταράλωνα, ἡ Αἰτωλοακαρνανία, ἡ Ἔδεσσα καί γενικότερα ἡ Ἐκκλησία ἀπέκτησαν μιά ὁσιακή μορφή, μιά ἐξαγιασμένη προσωπικότητα, ἕναν ἅγιο Ἐπίσκοπο, πού λάμπει στήν οὐράνια Ἐκκλησία, καί μέ τήν ἀπόφαση τῆς ἀναγραφῆς του στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας λάμπει πλέον καί στήν ἐπίγεια ὄψη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος, ὅταν τόν ἔβλεπε κανείς, ἰδίως στήν θεία Λειτουργία, ὅπως κάποιος παρατήρησε, ἦταν μιά «ζωντανή ἁγιογραφία». Καί κατά τόν μακαριστό π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο ἦταν «μία ὁσιακή μορφή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» καί «ἐδόξασε δι᾽ ὅλης αὐτοῦ τῆς ζωῆς, τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί ἐτίμησεν ὅσον ὀλίγοι, τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν», εἶχε «ὁσιακή βιοτή καί ὁσιακά τέλη». Καί ὁ ἅγιος Παΐσιος τόν χαρακτήριζε «Ἅγιο Ἐπίσκοπο». Κατά τήν μαρτυρία τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου Ἱερομονάχου π. Παϊσίου, ὁ ἅγιος Παΐσιος «πολύ ἐξετίμησε τόν Καλλίνικο γιά τήν εὐλάβεια καί τήν ἀγάπη του στήν Ἐκκλησία. “Ἅγιος Ἐπίσκοπος” ἔλεγε καί εἶχε πεῖ ὅτι δέν ξαναεῖδε ἄλλον ἐπίσκοπον σάν τόν Καλλίνικο μέχρι τότε».
Νά ἔχουμε τήν εὐχή καί τίς πρεσβεῖες τοῦ νεοφανοῦς ἁγίου Ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ Καλλινίκου Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας.