Του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού
Η σημερινή αποστολική περικοπή ανήκει στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η Κόρινθος ήταν μία από τις σημαντικότερες, πλουσιότερες και ισχυρότερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδος. Στην ένδοξη ιστορία της έδωσε τέλος η καταστροφή της από τους Ρωμαίους, εκατόν πενήντα (150) χρόνια περίπου πριν την έλευση του Χριστού. Το έτος 44 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας την επανίδρυσε και, σταδιακά, έγινε ένα από τα σημαντικότερα ρωμαϊκά λιμάνια της Μεσογείου.
Κατά την εποχή του Αποστόλου Παύλου, η Κόρινθος ήταν μία νεόκτιστη ρωμαϊκή πόλη. Οι κάτοικοί της είχαν πλούτο, μιλούσαν ελληνικά και λατινικά και στους δρόμους της συνωστίζονταν έμποροι, επαγγελματίες και διανοούμενοι από όλες τις φυλές του τότε γνωστού κόσμου. Υπήρχαν ναοί όλων των θρησκειών, ενώ στις σχολές και στα αρχοντικά της πόλης διδάσκονταν διάφορα φιλοσοφικά συστήματα και μυστηριακές θρησκείες. Η κορινθιακή κοινωνία αναζητούσε την καλοπέραση, σπαταλούσε τον χρόνο της στην επίδειξη του πλούτου και ζούσε χωρίς ηθικούς φραγμούς.
Σε αυτήν την αχαλίνωτη και επιφανειακή κοινωνία έρχεται ο Απόστολος Παύλος να κηρύξει το μήνυμα της αγάπης του Χριστού, κατά την δεύτερη περιοδεία του. Παρέμεινε εκεί 18 μήνες, απευθυνόμενος σε κάθε είδους ακροατήριο: στους συμπατριώτες του Εβραίους, στους ελληνομαθείς διανοούμενους, στους απλούς ανθρώπους. Δυστυχώς, η Εκκλησία της Κορίνθου παρουσίασε πολλά και δύσκολα προβλήματα, τα οποία άρχισαν σχεδόν αμέσως μετά την αναχώρησή του. Πολύ σύντομα, η Εκκλησία διασπάστηκε και δημιουργήθηκαν ομάδες, οι οποίες διαπληκτίζονταν για το ποιός είναι ο σημαντικότερος Απόστολος. Πολύ σύντομα, επίσης, η χαλαρή ηθική συμπεριφορά έβαλε σε κίνδυνο το ηθικό πλαίσιο της Εκκλησίας. Παράλληλα, οι προερχόμενοι από τους Εβραίους Χριστιανοί συνέχισαν να υπονομεύουν το έργο του Παύλου, διδάσκοντας πως η εβραϊκή περιτομή είναι απαραίτητη για τους Χριστιανούς που προέρχονταν από τα άλλα έθνη.
Στην πρώτη επιστολή του Παύλου προς τους Κορινθίους αποκαλύπτεται η απογοήτευσή του για την συμπεριφορά τους. Στο τέλος όμως επιστρατεύει πάλι το πατρικό του ύφος και τους καλεί σε μία υπέροχη πνευματική αποστολή: Να απαρνηθούν την διχόνοια, να αντισταθούν στην ηθική παραλυσία και να καταστήσουν την αγάπη ως τον βασικό παράγοντα και το ακλόνητο θεμέλιο της ζωής τους.
«Παντα υμών εν αγάπη γινέσθω», τους γράφει.
Δηλαδή, «Όσα λέγετε και όσα κάνετε να γίνονται πάντα με αγάπη».
Ίσως, για εμάς, η αγάπη να αποτελεί μία εύκολη λέξη, που, συνήθως, την χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε μία καλή συμπεριφορά, ένα ενδιαφέρον και μία προθυμία να συμπαρασταθούμε στο πρόβλημα του συνανθρώπου μας.
Για τον Απόστολο Παύλο, όμως, η λέξη αυτή προέρχεται από βαθύ πόνο για τα σχίσματα και την διχόνοια που επικρατούσε στους κόλπους της Εκκλησίας της Κορίνθου. Για εκείνον, η αγάπη αποτελεί ουσιώδες συστατικό της Εκκλησίας, διότι συνδέεται απόλυτα με την ενότητά της. Όπως ο Παύλος, έτσι και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, γνωρίζουν πως ο εγωισμός και η φιλαυτία αποτελούν διαρκείς πειρασμούς και ευθύνονται για τις βαθύτερες και τις πιο επώδυνες πληγές της Εκκλησίας σε όλη την διάρκεια της ιστορίας της. Αλλά και στην δική μας εποχή, κατά την οποία η μοναξιά, ο πόνος και ο φόβος θα έπρεπε να οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη ενότητα, η διχόνοια και τα σχίσματα, ακόμη και μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, αφήνουν τις ψυχές έρημες, διψασμένες και απελπισμένες.
Η αγάπη που προτείνει ο Απόστολος Παύλος δεν είναι επιφανειακή, ούτε στηρίζεται μόνο στα συναισθήματα. Ο Απόστολος των Εθνών μιλά για την βαθιά αγάπη, που μπορεί και απελευθερώνει τον άνθρωπο από την ιδιοτέλεια και τον υπολογισμό, την αγάπη που δεν αποτελεί ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά καρπό του Αγίου Πνεύματος, όπως ο ίδιος γράφει στο 5ο κεφάλαιο της επιστολής του προς τους Γαλάτες. Πως μπορεί, λοιπόν, ο άνθρωπος να το αποκτήσει; Μόνον με έναν τρόπο: Βάζοντας προτεραιότητα στην ζωή του την θερμή σχέση με τον Χριστό και ζωντας με ολόθερμη πίστη και ειλικρινή ταπείνωση την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί Σώμα Χριστού μέσα στην ιστορία. Αυτή η σχέση με τον Κύριο αποτελεί τον μοναδικό δρόμο προς μία ζωή αγιότητας και γνήσιας αγάπης προς τον αδελφό μας. Για τον λόγο αυτό, στο τέλος της σημερινής περικοπής, ο Απόστολος Παύλος είναι απόλυτος και ξεκάθαρος: «Όποιος δεν αγαπά τον Κύριο Ιησού Χριστό, δεν είναι δυνατόν να ανήκει στην Εκκλησία».
Ποιό είναι το συμπέρασμα αυτού του επιγραμματικού αλλά και τόσο αποκαλυπτικού λόγου; Ένα και μοναδικό:
Όποιος δεν αγαπά τον Χριστό και το θέλημά Του είναι αδύνατο να αγαπήσει αληθινά τους συνανθρώπους του. Μόνο ο άνθρωπος εκείνος, του οποίου η καρδιά έχει πλημμυρίσει από το φως της παρουσίας του Χριστού είναι σε θέση να βιώσει την πλήρη και ανιδιοτελή αγάπη, χωρίς υπολογισμούς και προσωπικό συμφέρον. Αντίθετα, χωρίς το φως αυτό, η ανθρώπινη αγάπη περιορίζεται απλώς σε μία ευγενική συμπεριφορά και σε μία πρόθυμη διάθεση αλληλοβοήθειας. Ποτέ όμως δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει τα ανθρώπινα όρια και να ακολουθήσει το παράδειγμα της αγάπης του Χριστού, μιας αγάπης που φτάνει στην απόλυτη αυταπάρνηση και την ολοκληρωτική θυσία.
Η Κόρινθος, στην οποία κήρυξε ο Απόστολος Παύλος πριν 2.000 χρόνια, αποτελεί μικρογραφία της δικής μας κοινωνίας. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, οι άνθρωποι, περιμένουν την ευτυχία να προέλθει από τον πλούτο και τα υλικά αγαθά. Η ψυχή, όμως, συνεχίζει να διψά για σχέσεις αληθινής αγάπης. Σε τακτά χρονικά διαστήματα στους σημερινούς ανθρώπους, εμφανίζονται και κάποιες πνευματικές ανησυχίες, στις οποίες έρχονται να απαντήσουν φιλοσοφικές θεωρίες, θολά οράματα, καθώς και απόψεις «φωτισμένων», υποτίθεται, καθοδηγητών του διαδικτύου. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν τόσες πολλές διαθέσιμες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου για το νόημα της ζωής. Οι άνθρωποι όμως εξόρισαν τον Χριστό απ’ την ζωή τους. Γι’ αυτό και, ποτέ άλλοτε, δεν υπήρξε στον κόσμο τόση απελπισία, τόση σκληροκαρδία και τόσος φόβος.
Σε αυτόν τον ταλαιπωρημένο κόσμο μας, αντηχεί η φωνή του Παύλου, η οποία μας καλεί να εγκαταλείψουμε τις ψευδαισθήσεις για την παντοδυναμία του τεχνολογικού μας πολιτισμού και να στραφούμε προς τον Νικητή του θανάτου και τη μοναδική Πηγή της αληθινής και γνήσιας αγάπης.
Μόνον εάν οι άνθρωποι ανοίξουν την πόρτα της καρδιάς τους και υποδεχθούν τον Κύριο, μόνο εάν στην ψυχή του καθενός μας ακουστεί η υπέροχη φράση της σημερινής περικοπής «Μαράν αθά», που σημαίνει «Ο Κύριος θα έλθει», μόνον τότε η κοινωνία μας θα ξεπεράσει τη βία, το ψέμα και την υποκρισία που την πληγώνει και θα ξαναβρεί την γαλήνη, την ειρήνη και την ενότητα που τόσο έχουμε ανάγκη όλοι μας.