Βελτιώσεις φέρνει πρόσφατη Υπουργική Απόφαση του υπουργείου Υγείας, αναφορικά με τους περιορισμούς στον αριθμό και τον χρόνο διενέργειας των διαγνωστικών εξετάσεων, η οποία εφαρμόστηκε τον τελευταίο χρόνο με σκοπό την εξορθολογισμένη χρήση των ιατρικών πόρων και τον περιορισμό της υπερσυνταγογράφησης.
Η νέα απόφαση έρχεται να αποκαταστήσει αδικίες, καθώς διορθώνει τους χρόνους και τον αριθμό τέλεσης εξετάσεων για ασθενείς με σοβαρά και χρόνια νοσήματα, όπως είναι -μεταξύ άλλων- οι ογκολογικοί και αιματολογικοί ασθενείς, καθώς και οι γυναίκες κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης.
Η απόφαση αποσκοπεί στη διευκόλυνση της πρόσβασης σε απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα την ορθή χρήση των υπηρεσιών Υγείας.
Η άρση των περιορισμών για συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών, κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική και είχε προαναγγελθεί από τον υπουργό Υγείας, Αδωνι Γεωργιάδη, καθώς είχε διαπιστωθεί πως οι ομάδες αυτές έχουν αυξημένες ανάγκες για συχνές και εξειδικευμένες εξετάσεις.
Για παράδειγμα, εξετάσεις που σχετίζονται με τον αιματολογικό έλεγχο, όπως η Γενική Αίματος και η Γενική Ούρων, μπορούν πλέον να γίνονται κάθε 4 ημέρες, αντί για μία φορά κάθε 20 ημέρες που ίσχυε για τον γενικό πληθυσμό. Παρόμοιες εξαιρέσεις ισχύουν και για ασθενείς με καρδιακές αρρυθμίες και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, όπου η ανάγκη για στενή παρακολούθηση είναι αυξημένη.
Για τις εγκύους, η υπουργική απόφαση προβλέπει αυξημένη συχνότητα εξετάσεων όπως η χοριακή γοναδοτροπίνη, που μπορεί να εκτελείται ανά δύο ημέρες. Ειδικά για γυναίκες που υποβάλλονται σε διαδικασίες εξωσωματικής γονιμοποίησης, η εξέταση δεν υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς, αρκεί να συνοδεύεται από το κατάλληλο ιατρικό σχόλιο στο παραπεμπτικό.
Οι χρονικοί περιορισμοί που ορίζει η νέα απόφαση για τις διαγνωστικές εξετάσεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ισορροπία μεταξύ της ανάγκης για συχνό έλεγχο και της αποφυγής της υπερβολικής συνταγογράφησης.
Για παράδειγμα, η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μπορεί να επαναλαμβάνεται ανά τρεις μήνες, με εξαίρεση τους ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου Ι και Διαβήτη Κύησης, που χρήζουν πιο τακτικής παρακολούθησης.
Η μέτρηση της βιταμίνης D επιτρέπεται κάθε έξι μήνες, ενώ άλλες πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, όπως η μέτρηση των αντισωμάτων Anti-TG και Anti-TPO για τον θυρεοειδή, εκτελούνται ανά έτος, εκτός από περιπτώσεις σοβαρής νόσου όπου οι εξετάσεις επιτρέπονται ανά εξάμηνο.
Η συνταγογράφηση πέρα από τα οριζόμενα χρονικά διαστήματα είναι εφικτή, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Εάν μια εξέταση χρειάζεται να γίνει συχνότερα από το προβλεπόμενο, το παραπεμπτικό θα φέρει την ένδειξη «δεν αποζημιώνεται από τον ΕΟΠΠΥ σε ιδιώτη πάροχο», και η εκτέλεση της εξέτασης θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε δημόσια δομή.
Αυτός ο μηχανισμός έχει σχεδιαστεί ώστε να περιορίσει την υπερβολική χρήση των διαγνωστικών εξετάσεων, διασφαλίζοντας ότι οι δημόσιοι πόροι χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά.
Ωστόσο, εξαιρέσεις ισχύουν για συγκεκριμένες ειδικότητες, όπως οι αγγειοχειρουργοί, οι νεφρολόγοι και οι ογκολόγοι, οι οποίοι μπορούν να συνταγογραφήσουν παραπεμπτικά για συχνότερες εξετάσεις σε ιδιωτικές δομές, με την κατάθεση αναλυτικής ιατρικής γνωμάτευσης.
Οι αλλαγές αυτές αποτελούν μέρος των προσπαθειών της ελληνικής κυβέρνησης να βελτιώσει τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας, μειώνοντας τα περιττά έξοδα και διασφαλίζοντας την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
ΝΕΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΕΣ
Οι απεικονιστικές εξετάσεις, όπως η PET/CT για τους ογκολογικούς ασθενείς, υπόκεινται επίσης σε νέους κανονισμούς για τη συχνότητα επανάληψης.
Ειδικά για ασθενείς που παρακολουθούνται για καρκινικές παθήσεις, η εξέταση μπορεί να επαναλαμβάνεται ανά τέσσερις μήνες τον πρώτο χρόνο και στη συνέχεια ανά εξάμηνο. Ωστόσο, σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητη επιπλέον εξέταση, θα πρέπει να εγκρίνεται από το Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο (Α.Υ.Σ.) του ΕΟΠΥΥ.
Αντίστοιχοι περιορισμοί ισχύουν και για το Triplex αγγείων, το οποίο μπορεί να συνταγογραφείται έως δύο φορές εντός ενός έτους.