Του Γιώργου Κωνσταντινίδη*
Η Ελλάδα είναι μια ορεινή χώρα με πολλά μικρά χωριά. Το έδαφος δεν επέτρεπε την ανάπτυξη μεγάλων οικισμών. Οι μικρές Κοινότητες είχαν τις δικές τους ιδιαιτερότητες και προβλήματα, άρα οι κάτοικοί τους έπρεπε να αναπτύξουν έναν τρόπο ζωής που να τους εξυπηρετεί. Τα στοιχεία αυτού του τρόπου ζωής αποτελούν είναι πολύτιμο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς των ορεινών κοινοτήτων.
Βασικό στοιχείο του πολιτισμού των ορεινών κοινοτήτων ήταν το πνεύμα της συλλογικότητας. Το ατομικό υποχωρούσε μπροστά στο συλλογικό. Δεν μπορούσες, για παράδειγμα, στο χωράφι σου μιας περιοχής να σπείρεις ό,τι θέλεις. Γιατί έπρεπε η συλλογή των καρπών να γίνει από όλους την ίδια εποχή, ώστε να αποδοθούν στη συνέχεια οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στην κτηνοτροφία χωρίς περιορισμούς ιδιοκτησίας. Αυτό φαίνεται ως περιορισμός στην ατομική ελευθερία. Αλλά προφανώς γινόταν αντιληπτό από όλους ότι η συλλογικότητα προσέφερε πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα. Προσέφερε κατ’ αρχήν αλληλεγγύη. Κανένας δεν αισθανόταν μόνος του και στην καθημερινή του ζωή και πολύ περισσότερο στις απρόσμενες δυσκολίες, αρρώστιες, θανάτους κ,λ. Στηριζόταν στην οικογένεια, στη γειτονιά, σε όλη την κοινότητα.
Προσέφερε ακόμα η συλλογικότητα το κοινό ενδιαφέρον για τη ζωή όλων. Για τις βασικές υποδομές κατ’ αρχήν, τους δρόμους, τα μονοπάτια τους. Για τη λειτουργία του Σχολείου τους, για τις εκκλησιές τους. Υπήρχε συλλογική διαχείριση των φυσικών πόρων, των υδάτων, των βοσκοτόπων, των δασών και μάλιστα με τρόπο που να διασφαλίζεται η αειφορία, η διατήρηση της ζωής και για τα παιδιά τους.
Υπήρχε ακόμα πρόνοια για την επίλυση των διαφορών τους. Είναι ζωντανή ακόμα σήμερα η παράδοση σε πολλά ορεινά χωριά μας που οι κάτοικοί τους δεν κατέφευγαν στα δικαστήρια. Διαφορές προφανώς ανέκυπταν αλλά λύνονταν στην Κοινότητα. Με ευθύνη του Κοινοτικού τους Συμβουλίου και παραπομπή του θέματος σε μια επιτροπή.
Για να λειτουργούν όμως όλα αυτά υπήρχε δημοκρατική λειτουργία της Κοινότητας. Με ανώτατη αρχή το εκλεγμένο Κοινοτικό Συμβούλιο το οποίο όμως δεν αποφάσιζε απλά κατά πλειοψηφία αλλά νοιαζόταν για την ευρύτερη δυνατή αποδοχή των αποφάσεών του και γι’ αυτό της συζήτησης στο Συμβούλιο προηγούνταν πάντα μια ευρεία διαβούλευση με τους κατοίκους.
Και βέβαια λειτουργούσε ο δημοκρατικός θεσμός των Γενικών Συνελεύσεων των κατοίκων, τακτικών, συνήθως μετά την κυριακάτικη λειτουργία στην εκκλησιά τους ακολουθούσε η «Εκκλησία του Δήμου», ή και έκτακτων όταν προέκυπτε επείγον θέμα με το κάλεσμα της καμπάνας, το «μάζεμα του χωριού». Η άμεση δηλαδή δημοκρατία στην πράξη.
Υπήρχαν κανόνες, βασικά άγραφοι, που τους σέβονταν όλοι, υπήρχε όμως και ο συνεχής έλεγχος για την εφαρμογή τους, από τους ίδιους τους κατοίκους και τα εκλεγμένα τους όργανα.
Αυτή η λειτουργία της Κοινότητας επέβαλε, ο όρος «Κοινοτισμός» στην πιο πλατιά του αποδοχή να σημαίνει σήμερα: «πολιτική θεωρία που προτάσσει το συμφέρον της κοινότητας και της συλλογικότητας έναντι του ατομισμού» (https://el.wiktionary.org/wiki/κοινοτισμός)
Και: «Ο κοινοτισμός αποτελεί την κατά δήμο, κατά περιφέρεια και κατά κράτος καθολική λήψη αποφάσεων από τους πολίτες μέσα από θεσμούς που έχουν δημιουργηθεί από τους ίδιους τους πολίτες ως ενεργά υποκείμενα (κοινοτικές πολιτικοοικονομικές δομές και αρχές, δημοψηφίσματα και συνελεύσεις). Πρόκειται δηλαδή για μια από τις πρώτες ιστορικές εκδοχές της εφαρμοσμένης άμεσης δημοκρατίας (δημο- + -κρατία) και προσλαμβάνει την αμεσοδημοκρατική οργάνωση σε κάθε μορφή πολιτειακής κοινότητας (χωριό, δήμος, περιφέρεια, κράτος, κοινότητα κρατικών οντοτήτων).» (Βικιπαίδεια).
Είναι μακραίωνη αυτή η παράδοση λειτουργίας των Κοινοτήτων μας. Από την Αρχαία Ελλάδα ως την Τουρκοκρατία και το νεότερο Ελληνικό κράτος. Ποιός προσπάθησε να την καταργήσει; Ο Όθωνας με τους Βαυαρούς του. Είχε τους λόγους του.
Στο άρθρο «ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ» (analyst.gr) των Χρήστου Στεργίου και Παναγιώτη Χατζηπλή διαβάζουμε ότι ένα από τα πρώτα διατάγματα του νέου κράτους ήταν και η απαγόρευση των δημοτικών συνελεύσεων με το Νόμο περί Συστάσεως των Δήμων του 1833:
«Συνελεύσεις δε της ολομέλειας των δημοτών προς σύσκεψιν περί απόφασιν περί δημοτικών ή άλλων υποθέσεων δεν επιτρέπονται.» Νόμος περί Συστάσεως των Δήμων, Βασίλειον της Ελλάδος, 27.12.1833 (ΦΕΚ 3/10-1-1834).
Κατάφερε ο Όθωνας να καταργήσει τις Κοινοτικές Συνελεύσεις; Όχι, γιατί είχαν βαθιές ρίζες. Είχαν φυσικά και τους συνειδητούς υποστηρικτές τους: «Ο Ελληνισμός είναι μια οικογένεια από Ελληνικές κοινότητες. Αυτό πρέπει να το ιδούμε ξάστερα όλοι… Το έθνος μας ολάκερο πάλι με κοινότητες πρέπει να κυβερνηθεί και μόνον με κοινότητες θα προκόψει.» γράφει ο Ίων Δραγούμης στο «Η μικρή πατρίδα» το 1908. (Από το ίδιο άρθρο).
Η σημερινή κατάσταση των ορεινών χωριών έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Έχουν μειωθεί κατά πολύ οι κάτοικοι που μένουν σε αυτά όλο τον χρόνο, αλλά είναι αρκετά μεγάλος ο αριθμός αυτών που μένουν μικρότερο η μεγαλύτερο διάστημα στα χωριά και έχουν λόγο να ενδιαφέρονται γι’ αυτά.
Δεν υπάρχουν πια οι αυτόνομες Κοινότητες, έχουμε τους διευρυμένους Δήμους και οι παλιές Κοινότητες λειτουργούν ως Δημοτικές Κοινότητες στα πλαίσια του Δήμου. Η εγκύκλιος 94 Α.Π.: 8050/26-01-2024 της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Εσωτερικών κωδικοποιεί την ισχύουσα νομοθεσία για το θέμα λειτουργίας των Δημοτικών Κοινοτήτων. Έτσι:
«Τα όργανα διοίκησης των δημοτικών κοινοτήτων διαφοροποιούνται ανάλογα με τον πληθυσμό της κάθε κοινότητας. Ειδικότερα, στις μικρές δημοτικές κοινότητες, αυτές δηλ. που έχουν μόνιμο πληθυσμό έως και διακόσιους (200) κατοίκους, προβλέπεται ένα μονοπρόσωπο όργανο διοίκησης, ο πρόεδρος της δημοτικής κοινότητας. Αντίθετα, στις μεγαλύτερες δημοτικές κοινότητες, αυτές με μόνιμο πληθυσμό από διακόσιους έναν (201) κατοίκους και άνω, προβλέπεται η ύπαρξη τόσο συλλογικού (συμβούλιο δημοτικής κοινότητας), όσο και μονοπρόσωπου (πρόεδρος του συμβουλίου δημοτικής κοινότητας) οργάνου διοίκησης.» (Σελ 5 εγκυκλίου).
Εκεί όπου λειτουργεί Συμβούλιο προβλέπεται η σύγκλισή του ( Άρθρο 88 του ν. 3852/2010): «μία (1) τουλάχιστον φορά το μήνα, υποχρεωτικά, ακόμα και αν δεν υπάρχουν θέματα για συζήτηση ή μοναδικό θέμα είναι η ενημέρωση δημοτών για ορισμένα ζητήματα».
Παραπέρα, είτε υπάρχει συμβούλιο είτε δεν υπάρχει, προβλέπεται η «Συνέλευση κατοίκων δημοτικής κοινότητας» (Σελ 22 της εγκυκλίου):
« Οι κάτοικοι και οι φορείς της δημοτικής κοινότητας, καλούνται με ευθύνη του προέδρου ή του συμβουλίου της, σε συνεργασία με τον αρμόδιο αντιδήμαρχο, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, σε συνέλευση προκειμένου να προτείνουν στα αρμόδια όργανα του δήμου τις δράσεις που πρέπει να αναλάβει ο δήμος, ανάλογα με το χαρακτήρα των αναγκών των κατοίκων της κοινότητας και τις προτεραιότητες για την τοπική ανάπτυξη, ιδίων ως προς: ………………..
- κάθε άλλο θέμα που αφορά την δημοτική κοινότητα.
Για την ανωτέρω διαδικασία τηρούνται πρακτικά από υπάλληλο του δήμου…
Προς διευκόλυνση της διαδικασίας, σε κοινότητες άνω των δύο χιλιάδων (2.000) κατοίκων, οι συνελεύσεις των κατοίκων μπορεί να γίνονται και ανά συνοικία, ενορία ή άλλη πρόσφορη υποδιαίρεση.»
Ο σκοπός της σύγκλισης της συνέλευσης των κατοίκων, που προβλέπει ο Νομοθέτης, είναι προφανής: Η ενεργοποίηση και συμμετοχή των δημοτών για την αντιμετώπιση των θεμάτων που αφορούν την κοινότητά τους. Προφανώς δε, είναι ιδιαίτερης σημασίας η σύγκλιση Γενικής Συνέλευσης των κατοίκων ειδικά για τις μικρές κοινότητες με το μονοπρόσωπο όργανο διοίκησης, τον Πρόεδρο της Κοινότητας χωρίς Συμβούλιο.
Δυστυχώς όμως σήμερα, ο θεσμός αυτός της Γενικής Συνέλευσης των κατοίκων, αν και από τη νομοθεσία προβλέπεται υποχρεωτική, σε ελάχιστες Κοινότητες υλοποιείται. Κάποιοι θεωρούν τις Γ.Σ περιττές και τον εαυτό τους ικανό να αποφασίζει για όλα. Η πορεία όμως των Κοινοτήτων στην Ελλάδα και οπουδήποτε αλλού επιβεβαιώνει ότι η αξιολόγηση των αναγκών και η ιεράρχηση προτεραιοτήτων της Κοινότητας είναι λογικό να είναι περισσότερο ορθή όταν είναι αποτέλεσμα διαλόγου και συντεταγμένης συλλογικής εκτίμησης και όχι ατομικού διαλογισμού.
Από άλλους προβάλλεται η έλλειψη υπαλλήλων για τήρηση των πρακτικών. Αφού δεν έχουμε υπαλλήλους δεν κάνουμε Γενικές Συνελεύσεις των Κοινοτήτων. Γίνεται επίκληση του δευτερεύοντος και χάνεται η ουσία. Αν και η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει λύσεις. Στη σελίδα 15 της ίδιας εγκυκλίου για τα πρακτικά των Συμβουλίων των Δημοτικών Κοινοτήτων προβλέπεται: «Στη συνεδρίαση του συμβουλίου δημοτικής κοινότητας τηρούνται πρακτικά με ευθύνη υπαλλήλου του δήμου, ο οποίος ορίζεται από τον δήμαρχο. Για την τήρηση των πρακτικών εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 97 του ν. 3463/2006 αναφορικά με τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου.»
Η σχετική δε με τη Λειτουργία του Δημοτικού Συμβουλίου εγκύκλιος 98 Α.Π.: 8182/26.01.2024 εν. 9.1 αναφέρει:«Τα πρακτικά τηρούνται με ευθύνη του γραμματέα122 του δημοτικού συμβουλίου και του οριζόμενου για τον ανωτέρω σκοπό δημοτικού υπαλλήλου…» αλλά: 122 «Σε περίπτωση απουσίας του γραμματέα, τα πρακτικά τηρούνται με ευθύνη του προέδρου.»
Όταν επομένως για τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Δημοτικής Κοινότητας ή ακόμα και του Δημοτικού Συμβουλίου σε περίπτωση απουσίας του γραμματέα τα πρακτικά τηρούνται με ευθύνη του προέδρου, δεν μπορεί να γίνει το ίδιο και για τις γενικές συνελεύσεις των κατοίκων;
Ένα ουσιαστικό θέμα της Συνέλευσης προφανώς θα ήταν μια ενημέρωση για τα πεπραγμένα των εκλεγμένων. Ο τακτικός απολογισμός δράσης τους είναι βασικό στοιχείο της δημοκρατικής λειτουργίας αλλά είναι και από το νόμο υποχρεωτικός. Στο άρθρο 217.1 του 3463/2006 προβλέπεται: «Κάθε χρόνο γίνεται ο απολογισμός πεπραγμένων της δημοτικής αρχής, σε ειδική δημόσια συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση, τη διοίκηση του Δήμου και την εφαρμογή του προγράμματος δημοτικής δράσης.», κάτι που γίνεται, φαντάζομαι, σε όλους τους Δήμους.
Επίσης, στο επόμενο άρθρο 218 – Απολογισμός κοινοτικής αρχής, επίσης προβλέπεται: «Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στις Κοινότητες της Χώρας.», κάτι που δεν γίνεται. Δεν είναι καιρός να γίνει;
Το δε άρθρο 214 – συμμετοχή στις τοπικές υποθέσεις, του ίδιου νόμου είναι απόλυτα σαφές: «Οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές προωθούν τη λαϊκή συμμετοχή στις τοπικές υποθέσεις, την ευαισθητοποίηση και οργάνωση των δημοτών και κατοίκων για την έρευνα, τον εντοπισμό, την καταγραφή και την επίλυση των τοπικών προβλημάτων και αναγκών των κατοίκων των τοπικών ή δημοτικών διαμερισμάτων και μεμονωμένων συνοικιών κάθε Δήμου ή Κοινότητας.»
Υπάρχει επομένως υποχρέωση, το θέμα είναι να υπάρξει και η απαραίτητη θετική στάση από τις Δημοτικές και Κοινοτικές αρχές και αυτό αποτελεί και ένα μέτρο του ουσιαστικού ενδιαφέροντός τους για τις Δημοτικές Κοινότητες.
Συζητάμε για το μέλλον των ορεινών χωριών και προσπαθούμε να διερευνήσουμε τους παράγοντες που θα συντελούσαν σε μια θετική προοπτική. Και γεννώνται τα ερωτήματα: Η ενεργός συμμετοχή των δημοτών στη διαμόρφωση θέσεων και προτάσεων για την περιοχή τους μέσα από τις γενικές τους συνελεύσεις δεν αξιολογείται ως ουσιαστικός παράγοντας; Ποιος μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα απ’ τους ίδιους τις ανάγκες τους και τις προτεραιότητες για τα μικρά και μεγάλα έργα που αφορούν την περιοχή τους; Είναι παρωχημένο το πνεύμα του Κοινοτισμού σήμερα; Τί το έχει αντικαταστήσει;
*Αντιπρόεδρος Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών