Η νεανική παραβατικότητα έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα σε σχέση με το παρελθόν.
Αυτή είναι η πεποίθηση της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινής γνώμης, όπως καταγράφεται σε έρευνα της εταιρείας Proratα, που παρουσιάστηκε στη εκδήλωση με θέμα «Νεανική Βία & Παραβατικότητα: Από την καταστολή στην πρόληψη», που διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο για τη Σοσιαλδημοκρατία – InSocial, σε συνεργασία με το Friedrich Ebert Stiftung (FES) Αθήνας.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με πανελλαδικό δείγμα 1000 ατόμων από τις 19 έως τις 6/11/24.
Συγκεκριμένα το 49,5% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι τα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων είναι αυξημένα σε σχέση με το παρελθόν, το 37,5% ότι και πιο συχνά είναι και τα μαθαίνουμε πιο εύκολα πλέον, ενώ το 14% ότι δεν είναι πιο συχνά αλλά τα μαθαίνουμε πιο εύκολα πλέον λόγω της ευρύτερης κάλυψης τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πεποίθηση πλέον της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, είναι ότι όχι μόνο έχει αυξηθεί η νεανική παραβατικότητα τα τελευταία χρόνια, αλλά πλέον νέες μορφές σκληρής βίας έχουν κάνει την εμφάνιση τους . Οι συμμετέχοντες στην έρευνα πιστεύουν σε ποσοστό 78,5% ότι έχει αυξηθεί η συμμετοχή σε συμμορίες και ομάδες παράνομης δράσης και σε ποσοστό 76,5% η Ψηφιακή παραβατική συμπεριφορά. Πού οφείλεται όμως αυτή η έξαρση; Τα αποτελέσματα της έρευνας της prorata , μας οδηγούν προς δυο κατευθύνσεις: Πρώτον στο οικογενειακό περιβάλλον και δεύτερον στην επικοινωνία των νέων μέσω των social media και στην κατάχρηση των βιντεοπαιχνιδιών με βίαιο περιεχόμενο.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο; Τι πρέπει να γίνει σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο; Η μεγάλη πλειοψηφία (63%) θεωρεί ότι το βάρος πρέπει να δοθεί στην πρόληψη του φαινομένου με εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης και εκπαίδευσης, ενώ δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο καθώς αναφερόμαστε σε ανήλικους, ότι το 35% ζητά καταπολέμηση του φαινομένου με αυστηροποίηση νόμων και ποινών.
« Το θέμα της βίας ανηλίκων μας είχε απασχολήσει πολιτικά και κοινωνικά το προηγούμενο διάστημα» τόνισε στην σχετική εκδήλωση- παρουσίαση, ο Νίκος Χριστοδουλάκης, Επικεφαλής του InSocial, ομ. Καθηγητής Ο.Π.Α., πρ. Υπουργός. «Πρόκειται για δυσερμήνευτα φαινόμενα για τα οποία χρειάζεται μία πρωτογενή έρευνα προκειμένου να αναδειχθούν αιτίες και παράγοντες που ενδεχομένως εμφανίζονται για πρώτη φορά. Προβλήματα τέτοιου τύπου, χρειάζονται συνδυασμένες προσεγγίσεις τόσο καταγραφικού χαρακτήρα όσο και υψηλού επιπέδου επιστημονικές αναλύσεις.»
Από την πλευρά του ο Άγγελος Σεριάτος, Επιστημονικός Διευθυντής της Prorata, σημείωσε κατά την παρουσίαση της έρευνας: «Ερευνήθηκαν τρεις θεματικοί άξονες. Ο πρώτος, πως προσλαμβάνει η ελληνική κοινωνία τις βασικότερες διαστάσεις του φαινομένου, ο δεύτερος που εντοπίζει, ξανά ως πρόσληψη, τις ρίζες του, ο τρίτος πως υποδέχεται υφιστάμενες εφαρμοζόμενες πολιτικές αντιμετώπισής του. Τέλος, εξετάζεται πως παρουσιάζουν τα ΜΜΕ, ως βασική οθόνη φιλτραρίσματος των αντιλήψεων, το φαινόμενο. Έχει δηλαδή ενδιαφέρον και η σύγκριση της εξής σχέσης: πρόσληψη του φαινομένου από την κοινωνία και πώς τα ΜΜΕ παρουσιάζουν το φαινόμενο αυτό».
Η Χριστίνα Ζαραφωνίτου, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Τμ. Κοινωνιολογίας, Διευθύντρια ΠΜΣ “Εγκληματολογία” και Εργαστηρίου Αστεακής Εγκληματολογίας (ΕΑστΕ) Παντείου Πανεπιστημίου, αναρωτήθηκε αν τελικά υπάρχουν απαντήσεις στη βία: « Για να απαντήσουμε κάνουμε τις εξής παραδοχές: το έγκλημα αποτελεί ένα παλμογράφο των κοινωνικών συγκρούσεων και το γεγονός ότι η βία δεν αφορά μόνο τους ανήλικους. Οι ανήλικοι δεν αποτελούν εξαίρεση. Ίσα ίσα είναι πιο ευαίσθητοι στους κλονισμούς και στις συγκρούσεις της κοινωνίας μας. Αν θέλουμε να δομήσουμε μία ορθολογική αντεγκληματική πολιτική θα πρέπει αυτή να στηρίζεται σε επιστημονική έρευνα, να υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση και μια κοινωνική ευαισθητοποίηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο στόχος της πρόληψης δεν είναι ο έλεγχος του πολίτη από τον συμπολίτη του αλλά η εμπέδωση της εμπιστοσύνης μεταξύ τους και απέναντι στους θεσμούς».
Η Αγγελική Γαζή, Αν. Καθηγήτρια Ψυχολογίας των Μέσων και Τεχνολογίας – Τμήμα Επικοινωνίας Μέσων & Πολιτισμού, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Επισκέπτρια Καθηγήτρια στο Τμ. Ψυχολογίας, ΕΚΠΑ, έκανε ειδική αναφορά στην επίδραση των ΜΜΕ στο φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας
«Τα ΜΜΕ επιδρούν σε ότι αφορά τις αναπαραστάσεις και τις στάσεις των ατόμων. Μια πρώτη παραδοχή είναι, πως, όταν διασαλεύεται η τάξη της κοινωνίας από εγκλήματα, πολέμους, οικονομική δυσπραγία ή κάποια ηθική κρίση ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης αποδίδεται στα ΜΜΕ. Μία δεύτερη παραδοχή είναι πως τα ΜΜΕ δεν επηρεάζουν συνεχώς και χωροχρονικά στον ίδιο βαθμό την κοινωνία. Μία Τρίτη παραδοχή είναι πως όταν προσπαθούμε να αναλύσουμε τα ΜΜΕ δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε με βάση τη θεωρία τη συμπεριφοριστική, ερέθισμα – αντίδραση. Το ίδιο ερέθισμα δεν προκαλεί την ίδια αντίδραση σε όλους. Τέταρτη παραδοχή είναι ότι τα ΜΜΕ ενισχύουν τον ηθικό πανικό. Ένα μήνυμα από τα ΜΜΕ διαπερνά το άτομο μέσα από τις ομάδες στις οποίες ανήκει, ειδικά τα παιδιά και τους εφήβους. Τα ΜΜΕ «κατασκευάζουν» θα λέγαμε την πραγματικότητα. Τα ΜΜΕ επιτείνουν διαδικασίες μίμησης και επηρεάζουν καθοριστικά τις διαδικασίες εσωτερίκευσης».
Τέλος ο Στέλιος Στυλιανίδης, ομ. Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής, Ψυχαναλυτής, Ιδρυτής & Επίτιμος Πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ, επεσήμανε ότι στις μέρες μας, η ποιότητα της βίας είναι πολύ πιο άγρια. «Είμαστε σε μία κοινωνία που προάγει ναρκισσιστική/ατομικιστική κουλτούρα. Έχουμε σήμερα κουλτούρα του κενού με απουσία νοηματοδότησης μέσω των χαοτικών Social Media. Έχουμε βιώματα ανομίας, ατιμωρησίας και αναξιοπιστίας πολιτικού συστήματος, ενώ υποτίθεται ότι λειτουργούν οι θεσμοί. Δεν μπορούμε να διαχειριστούμε την επιθετικότητα νοιώθοντας εξωτερική ή εσωτερική απειλή. Δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τη σεξουαλικότητα των εφήβων, παρερμηνεύονται συμπεριφορές όπως πχ των αθλητών στο ράγκμπι και προτυποποιούνται από τους νέους διαδρομές μετουσίωσης της βίας. Σήμερα, παρουσιάζεται πρόβλημα στην κατανόηση των δυσκολιών γονεϊκότητας με συρρίκνωση της πατρικής λειτουργίας, υπερπροστατευτικότητα, και τέλος αναδεικνύεται μια υποκείμενη ψυχιατρική παθολογία. Οι εν δυνάμει επιπτώσεις αυτών είναι, η εμπλοκή με το νόμο και πρώιμος στιγματισμός, έκθεση στη βία θυματοποίηση, χρήση ουσιών και αλκοόλ, απομάκρυνση από την οικογένεια και φυγή από το σπίτι, οι δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης στο σχολείο και η εξάρτηση από το διαδίκτυο».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ