Oικογένειες από την Αιτωλοακαρνανία μίλησαν στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» για την απόφαση να υπογράψουν το χαρτί της δωρεάς οργάνων των παιδιών τους, «μια στιγμή λογικής στον απόλυτο παραλογισμό».
«Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι οι λήπτες να χαρούν τη ζωή τους», λέει η Βούλα Κολιοπούλου. Ο Ντίνος της «έφυγε» στα 16 του.
«Αν έλεγα όχι, θα έκλειναν και άλλα επτά σπίτια»
Βούλα Κολιοπούλου
Το πρώτο γράμμα, με τα διακριτικά του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων, έφτασε τα περασμένα Χριστούγεννα. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο μήνες από τον θάνατο του Ντίνου. Η Βούλα Κολιοπούλου το άνοιξε χωρίς να ξέρει τι να περιμένει. «Είμαι ο λήπτης της καρδιάς του γιου σας», ξεκινούσε ο αποστολέας. Να μια αλληλουχία λέξεων που καμιά μάνα δεν θα ’θελε ποτέ να διαβάσει, αλλά για τη Βούλα η φράση ισοδυναμούσε με χάδι. Η καρδιά του παιδιού της χτυπούσε ακόμα.
Ηταν τέλη Οκτωβρίου του ’21 όταν ο 16χρονος Ντίνος Σιάμος από το Μεσολόγγι ανέβασε έναν περίεργο πυρετό. Η εξέλιξη ήταν ραγδαία, ο αθώος γίγαντας όπως φώναζαν τον Ντίνο οι καθηγητές του λόγω του σωματότυπου αλλά και της ευγενικής του φύσης, βρέθηκε στη ΜΕΘ Παίδων Εφήβων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών με οξεία κεραυνοβόλο εγκεφαλομηνιγγίτιδα. Μία εβδομάδα αργότερα, η Βούλα Κολιοπούλου, 41, άκουγε τον διευθυντή της ΜΕΘ Ανδρέα Ηλιάδη να της λέει ότι το παιδί της ήταν εγκεφαλικά νεκρό. «Του είπα να προχωρήσει στη δωρεά, ακόμα και αυτός σάστισε. “Να περιμένω τι;”, του λέω. “Μου δίνεις δύο λύσεις, ή να δώσω εγώ εντολή να βγει από το μηχάνημα ή να δώσεις εσύ σε τρεις ημέρες. Ο εγκεφαλικός θάνατος είναι θάνατος. Εγώ δεν μπορώ να περιμένω πότε θα ανοίξεις την πόρτα να μου πεις αυτό ήταν. Μπορεί να αλλάξει κάτι;”, τον ρώτησα. “Οχι, απολύτως τίποτα”, μου λέει. “Οπότε προχώρα στη δωρεά. Ο,τι χρησιμοποιείται το παίρνεις, ό,τι μπορεί να βοηθήσει κάποιον”».
Την 1η Νοεμβρίου, ανήμερα την Παγκόσμια Ημέρα Μεταμοσχεύσεων, ο Ντίνος έγινε πανδότης οργάνων, δωρίζοντας την καρδιά, τους νεφρούς, τους οφθαλμούς, τους πνεύμονες και το ήπαρ του. «Εσωσε επτά άτομα», λέει η μητέρα του. «Αυτό ένιωσα και όταν έλαβα το πρώτο γράμμα. Πόσες ζωές κρατάμε στα χέρια μας…». Ο λήπτης της καρδιάς ήταν ένας 44χρονος άνδρας, που τότε βρισκόταν πολύ κοντά στον θάνατο. «Ολοι εμείς οι ασθενείς που χρήζουμε μεταμόσχευσης καρδιάς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι για να ξαναποκτήσουμε το δώρο της ζωής κάποιος θα πρέπει να το στερηθεί, κι αυτό για εμάς είναι το πιο δύσκολο εμπόδιο από όλα όσα συναντάμε σε αυτή τη δύσκολη διαδρομή», έγραφε. «Σας υπόσχομαι ότι θα προσέχω την καρδούλα του και θα ζήσουμε μαζί υπέροχα χρόνια με ατελείωτες όμορφες στιγμές και θα προσπαθήσω να αξιοποιήσω με τον καλύτερο τρόπο κάθε χτύπο της. Θέλω να ξέρετε ότι τον μικρό τον μνημονεύουμε συνέχεια με την οικογένειά μου, είναι και θα είναι για πάντα στο μυαλό και στην ψυχή μας ένας μικρός θεός, ένας σύγχρονος ήρωας. Σας ευχαριστώ και θα σας ευχαριστώ για πάντα». Με την κ. Κολιοπούλου –πάντα μέσω του ΕΟΜ– επικοινώνησαν και ο λήπτης του ενός νεφρού, όπως και τα παιδιά του λήπτη των πνευμόνων του Ντίνου.
«Το καταλαβαίνετε; Είχα επτά ζωές στα χέρια μου αν έλεγα όχι. Μαζί με το δικό μου θα έκλειναν και άλλα επτά σπίτια. Μου υπογράφει κανένας ότι αύριο δεν θα είναι το άλλο μου παιδί (σ.σ. έχουν ένα γιο 11 ετών) στη θέση να περιμένει μόσχευμα, εγώ ή ο άνδρας μου;». Αυτά είπε και σε όσους την έκριναν για την κίνησή της. «Ακουσα ότι μας τον έδωσε ο Θεός ολόκληρο κι εμείς τον δίνουμε μισό πίσω. Σε αυτούς είπα ότι ο Ντίνος σε 16 χρόνια έκανε όσα εσείς δεν θα κάνετε σε όλη σας τη ζωή. Ας πάτε εσείς ολόκληροι πίσω. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι οι λήπτες να πάνε καλά και να χαρούν τη ζωή τους».
«Είμαι ευγνώμων που μου δόθηκε η δύναμη», λέει για την απόφασή της να δωρίσει τα όργανα του γιου της Γιάννη (αριστερά) η Μαρίνα Καλασούντα-Σπάη (στη φωτογραφία με τα άλλα παιδιά της). «Είμαι διαθέσιμη να βοηθήσω όποια μητέρα βρεθεί σε αυτή τη θέση. Δυστυχώς, είμαστε πολλές».
«Το παιδί μου ζει μέσα από έξι ανθρώπους»
Μαρίνα Καλασούντα-Σπάη
Τρίτη 4 Απριλίου 2006, 3.40 το μεσημέρι, Κοκκινοπύλια Αγρινίου. «Μαμά, να πάω βόλτα με το ποδήλατο;» είχε ρωτήσει ο 13χρονος Γιάννης Σπάης τη μητέρα του. «Θα ’ρθει η δασκάλα όπου να ’ναι», του είχε απαντήσει εκείνη. Με τον δίδυμο αδελφό του είχαν ιδιαίτερα αγγλικά. «Δέκα λεπτά μού φτάνουν, μαμά», της αντιγυρίζει – μια φράση που 16 χρόνια μετά αντηχεί ακόμη στο κεφάλι της. «Δέκα λεπτά μού φτάνουν».
«Κατέβηκε κάτω, ζήτησε από τον δίδυμο αδελφό του να πάει μαζί, αλλά εκείνος δεν ήθελε», θυμάται η κ. Μαρίνα Καλασούντα-Σπάη μιλώντας στην «Κ» μέσω Skype (τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως φροντίστρια υγείας στην Αγγλία). «Τελικά πήρε τον μικρό, 5,5 ετών τότε, και βγήκαν να κάνουν βόλτα με τα ποδήλατα στη γειτονιά, σε ένα στενό, μεταξύ σπιτιών. Λίγη ώρα αργότερα γύρισε ο μικρός χλωμός και μου λέει “μαμά, ο Γιάννης δεν θα γυρίσει σπίτι. Τον πήρανε δύο άνθρωποι”». Αμέσως έτρεξε ο σύζυγός της στο σημείο και ως πρώην αστυνομικός αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί, ενώ η ίδια άρχισε να τηλεφωνεί στο νοσοκομείο. «Αργησαν να το σηκώσουν και όταν το σήκωσαν άκουσα να λένε “πείτε μας γρήγορα γιατί περιμένουμε ένα επείγον περιστατικό με παιδί σε ποδήλατο που συγκρούστηκε με αυτοκίνητο”».
Η μνήμη της κ. Καλασούντα-Σπάη την προδίδει, οι επόμενες ώρες, οι επόμενες ημέρες είναι μια μεικτή ανάμνηση από φόβο και πόνο. Θυμάται όμως κάποια πράγματα καθαρά. «Θυμάμαι τον άνδρα μου να βγαίνει από το χειρουργείο (σ.σ. το παιδί είχε διακομισθεί στο “Αγλαΐα Κυριακού”), να μου πιάνει το πρόσωπο και να μου λέει “γυναίκα, κουράγιο, το παιδί μας δεν είναι καλά”. “Τι εννοείς, ρε Νίκο;”. “Χτύπησε και τη δική μας πόρτα”». Το χτύπημα στο κεφάλι ήταν σφοδρό, μοιραίο. Ολες οι προσπάθειες των γιατρών έπεσαν στο κενό – ακόμη και η τελευταία, το Σάββατο, να απελευθερώσουν την πίεση στον εγκέφαλο ανοίγοντας το κρανίο.
Ηταν πάλι Τρίτη όταν ο Ανδρέας Ηλιάδης, εντατικός τότε στο Παίδων, κάλεσε το ζευγάρι στο γραφείο του. Στην αρχή ο γιατρός καθόταν αμίλητος. Τότε η κ. Μαρίνα, αιφνιδιάζοντας ακόμη και τον εαυτό της, έπιασε να μιλάει. «“Γιατρέ”, του λέω, “θέλεις κάτι να μου πεις”. Εκείνος βούρκωσε και κούνησε το κεφάλι. “Θέλετε να σας βγάλω από τη δύσκολη θέση; Θέλετε τα όργανα του παιδιού μου, έτσι δεν είναι; Πάρτε τα όλα, αλλά δώστε τα σε παιδιά”, του λέω». Μέχρι σήμερα δεν ξέρει τι την έσπρωξε να βρει εκείνη τη στιγμή το θάρρος που χρειαζόταν να πει τα παραπάνω λόγια. Κανείς δεν τους είχε μιλήσει έως τότε στη ζωή τους για τη δωρεά οργάνων, ελάχιστα γνώριζαν για όλα αυτά. «Ηταν σαν να μη μιλούσα εγώ. Σαν να περίμενα ήδη να ακούσω αυτό που άκουσα. Είμαι όμως ευγνώμων που μου δόθηκε η δύναμη να πω αυτές τις λέξεις», λέει σήμερα.
Το ήπαρ του Γιάννη πήγε σε μια γυναίκα στη Δράμα, ο ένας του νεφρός σε μια γυναίκα στην Καβάλα, ο άλλος νεφρός σε έναν άνδρα στα Χανιά, οι κερατοειδείς του σε δύο λήπτες στην Αθήνα και η καρδιά του σε ένα αγόρι 15 ετών στη Γερμανία. «Θα ήθελα να τους δω, ειδικά αυτόν που έχει τα μάτια και το παιδί που πήρε την καρδιά. Είναι μεγάλη η χαρά που αισθάνομαι γνωρίζοντας ότι η καρδιά του χτυπάει, τα μάτια του βλέπουν, οι πνεύμονες αναπνέουν. Υπάρχει το παιδί μου, ζει μέσα από έξι ανθρώπους. Είναι πολύ μεγάλη ευκαιρία να μπορείς να κάνεις αυτό το δώρο ζωής. Γι’ αυτό είμαι διαθέσιμη να βοηθήσω όπως μπορώ όποια μητέρα βρεθεί σε αυτή τη θέση. Δυστυχώς είμαστε πολλές. Εχει καταπιεί πάρα πολλά νιάτα το χώμα».