Με την κατάθεση της κοπέλας που σώθηκε από το μοιραίο αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε και έκανε βουτιά στον αύλακα του Νεοχωρίου, παίρνοντας μαζί του δυο ζωές, ξεκίνησε το δικαστήριο, με κατηγορούμενο τον οδηγό του οχήματος.
Πρόκειται για το δυστύχημα που έγινε στις 14 Οκτωβρίου 2018 και έχασαν την ζωή τους η Στεφανία Μουλαρά και ο Άκης Κάκκος. Σύμφωνα με την κατάθεση της κοπέλας, η οποία υποστήριξε την κατηγορία, εκείνο το βράδυ ενώ διασκέδαζαν σε νυχτερινά μαγαζιά του χωριού και ο κατηγορούμενος είχε καταναλώσει αλκοόλ, ξεκίνησαν για την μοιραία βόλτα, που αρχικά είχε κατεύθυνση την παραλία του Λούρου, αλλά στην συνέχεια πήγαν προς το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Όπως ανέφερε η κοπέλα, το σχέδιο άλλαξε διότι η Στεφανία είχε μια ανησυχία σαν να διαισθανόταν κάτι κακό.
Σύμφωνα με την περιγραφή της, ενώ ο κατηγορούμενος οδηγούσε και πλησιάζοντας στην στροφή που έγινε το κακό, άπλωσε το χέρι του για να αγγίξει την Στεφανία και να την καθησυχάσει, χάνοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου και σε λίγα δευτερόλεπτα το κακό είχε γίνει, καθώς αντί να στρίψει αριστερά πήγε ευθεία. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν μικρή βέβαια, αλλά και αυτό δεν ήταν αρκετό για να μην συμβεί το τραγικό δυστύχημα. Να σημειωθεί ότι ο οδηγός δεν είχε δίπλωμα οδήγησης, ενώ σύμφωνα με την μάρτυρα, κατά την διάρκεια της βόλτας είχε καπνίσει και ένα τσιγάρο κάνναβης μέσα στο αυτοκίνητο. Μάλιστα επειδή φάνηκε να μην είναι σε θέση να οδηγήσει ο Άκης ζήτησε να κάτσει εκείνος στην θέση του οδηγού, αλλά ο κατηγορούμενος δεν τον άφησε.
Κατά την δική της μαρτυρία, το αυτοκίνητο έπεσε με το μπροστινό μέρος μέσα στο νερό και η ίδια για λίγα δευτερόλεπτα νόμιζε ότι ήρθε το τέλος της, αλλά πάλεψε και κατάφερε να βγει από το παράθυρο της πλευράς του οδηγού. Ανεβαίνοντας στην επιφάνεια, όπως είπε, είδε τον κατηγορούμενο να κάθεται στο πίσω μέρος του μισοβυθισμένου αυτοκινήτου. ατάραχος. Η ίδια, όπως κατέθεσε, άρχισε να φωνάζει τα ονόματα των δυο φίλων της, αλλά δεν έπαιρνε απάντηση. Ο κατηγορούμενος της είπε ότι πέθαναν και της ζήτησε με επιτακτικό τρόπο να πει ότι στην θέση του οδηγού ήταν η Στεφανία. Η ίδια φοβήθηκε, επειδή όπως είπε, το ύφος του κατηγορούμενου ήταν απειλητικό.
Στην συνέχεια αρχίσαν να περπατούν για να ζητήσουν βοήθεια και συνάντησαν ένα αυτοκίνητο, στον οδηγό του οποίου εξήγησαν τι συνέβη και εκείνος ειδοποίησε τις Αρχές, χωρίς να σταματήσει για να βοηθήσει. Λίγο αργότερα συνάντησαν άλλο ένα αυτοκίνητο με τον οδηγό να είναι γνωστός και να σπεύδει να βοηθήσει για να ανασύρουν το αυτοκίνητο, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Λίγο αργότερα έφθασε στο σημείο ασθενοφόρο, πυροσβεστική και αστυνομία και όλοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο, όπου τους προσφέρθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Ωστόσο οι εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν είχαν κάνει χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών έγιναν μετά από 7 ώρες και παρόλα αυτά στο αίμα του κατηγορούμενου βρέθηκε αρκετή ποσότητα αλκοόλ, όπως επίσης και η ναρκωτική ουσία.
Όπως είπε η μάρτυρας, η οποία εκείνο το διάστημα ήταν στενή φίλη του Άκη, με τον κατηγορούμενο δεν γνωρίζονταν ιδιαίτερα, ούτε έκαναν παρέα. Ούτε ο Άκης, ήταν στενός φίλος του και ήταν η πρώτη φορά που έκαναν βόλτα και γενικότερα διασκέδασαν μαζί. Εκείνο που τόνισε η μάρτυρας αλλά και όλοι οι συγγενείς των αδικοχαμένων νέων, ήταν ότι, ούτε ο κατηγορούμενος ούτε η οικογένειά του ζήτησαν συγνώμη.
Οι υπόλοιποι μάρτυρες υποστήριξης της κατηγορίας, δηλαδή οι γονείς και η αδελφή του Άκη Κάκκου και τα αδέλφια της Στεφανίας Μουλαρά, μίλησαν για τους δικούς τους ανθρώπους, λέγοντας παράλληλα ότι τις πληροφορίες για το τραγικό συμβάν τις πήραν από την νεαρή γυναίκα, όταν κατάφερε να συνέλθει λίγο από το σοκ. Περιέγραψαν τις τραγικές στιγμές εκείνου του πρωινού, όταν πληροφορήθηκαν τον θάνατο των δύο νέων, αλλά και εκείνες που ζουν μέχρι σήμερα.
Η πλευρά του κατηγορούμενου και ο ίδιος υποστήριξαν ότι αναγκάστηκε να οδηγήσει εκείνος, επειδή οι υπόλοιποι ήταν σε κακή κατάσταση λόγω της κατανάλωσης αλκοόλ. Είπε ότι με τον Άκη ήταν αδελφικοί φίλοι και μάλιστα η μητέρα του κατηγορούμενου υποστήριξε ότι τον είχε σαν παιδί της.
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους μάρτυρες που υποστηρίξαν ότι τον έβλεπαν να οδηγεί αρκετά χρόνια πριν το συμβάν και μάλιστα πολλές φορές καθόταν στο τιμόνι του αυτοκινήτου της Στεφανίας με το οποίο έγινε το συμβάν, εκείνος υποστήριξε ότι δεν οδηγούσε στους δρόμους,, αλλά στα χωράφια του θείου του ο οποίος και τον έμαθε οδήγηση.
Σε ότι αφορά την ύπαρξη της ναρκωτικής ουσίας στις εξετάσεις, ισχυρίστηκε ότι είχε δοκιμάσει πριν από πέντε ημέρες για πρώτη φορά με κάποιους γνωστούς που συνάντησε στη θάλασσα όπου ψάρευε. Σε αυτό το σημείο ωστόσο στάθηκε αρκετά η Εισαγγελέας τόσο στις ερωτήσεις της όσο και αργότερα στην αγόρευσή της, λέγοντας ότι ο κατηγορούμενος δεν κατονόμασε κάποιον από αυτούς, προκειμένου να βεβαιώσουν ότι όντως κάπνισαν μαζί σε προηγούμενο χρόνο από το δυστύχημα, αφού αυτό ήταν ένα από τα βασικά σημεία της υπεράσπισής του.
Περιγράφοντας και την στιγμή του δυστυχήματος, είπε ότι όντως έστρεψε το βλέμμα του προς την Στεφανία, με την οποία είχε σχέση επί τρία χρόνια για να την καθησυχάσει, και ξαφνικά φθάνοντας στην στροφή πετάχτηκε από αριστερά ένας σκύλος και δεν πρόλαβε να αντιδράσει, παρά μόνον να κάνει έναν ελιγμό, πατώντας στο χωμάτινο κομμάτι του δρόμου με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να γλιστρήσει και να πέσει στον αύλακα.
Υποστήριξε ότι βούτηξε οκτώ φορές στο νερό, ψάχνοντας μέσα στο αυτοκίνητο να βρει τους φίλους του και να καταφέρει να τους σώσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Από τότε μέχρι σήμερα όπως είπε τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα και η αδελφή του, είναι σε κακή ψυχολογική κατάσταση και παρακολουθείται από ειδικό. Είπε ότι δεν έχει διάθεση να διασκεδάσει, ούτε να προχωρήσει τη ζωή του με κάποια άλλη γυναίκα.
Οι συγγενείς των θυμάτων βέβαια είπαν ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή βγαίνει και διασκεδάζει και ζει την ζωή του κανονικά.
Εν τω μεταξύ η υπεράσπιση είπε ότι η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στον κατηγορούμενο, καθώς το σημείο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού στον ίδιο αύλακα έχουν χαθεί κι άλλες ζωές. Ευθύνη έχει και ο ΓΟΕΒ στον οποίο ανήκει ο αύλακας, αλλά δεν έχει φροντίσει να τοποθετήσει προστατευτικά κιγκλιδώματα. Η υποστήριξη της κατηγορίας όμως, υποστήριξε ότι όλοι οι κάτοικοι του Νεοχωρίου γνωρίζουν πολύ καλά το σημείο και είναι προσεκτικοί, όπως θα έπρεπε να ήταν και ο κατηγορούμενος.
Ο λόγος που κατά τον κατηγορούμενο ξεκίνησαν εκείνο το βράδυ να πάνε στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, ήταν επειδή το ζήτησε ο Άκης για να ανάψει ένα κερί στην μνήμη του ξαδέλφου του που λίγες μέρες νωρίτερα είχε χάσει τη ζωή του από ηλεκτροπληξία.
Η αδελφή της Στεφανίας ήταν εκείνη που ξέσπασε στο Δικαστήριο, δεδομένου ότι έχει μείνει και ένα παιδί ορφανό από τα 9 του χρόνια και ζητά απαντήσεις και δικαίωση για τον θάνατο της μητέρας του, όπως είπε η ίδια. Είπε επίσης ότι η ζωή της άτυχης κοπέλας δεν ήταν καλή στο πλευρό του κατηγορούμενο καθώς ασκούσε και βία πάνω της, ενώ δεν επρόκειτο για σχέση 3 ετών, αλλά 6 μηνών. Και μάλιστα υποστήριξε ότι όταν πληροφορήθηκε αυτή την σχέση αντέδρασε καθώς ο κατηγορούμενος, κατά την άποψή της, δεν είχε καλή φήμη.
Η αγόρευση της Εισαγγελέως ήταν καταπέλτης και έριξε την ευθύνη στον κατηγορούμενο, επειδή πήρε το τιμόνι ενώ δεν ήταν νηφάλιος και δεν είχε δίπλωμα οδήγησης, δεν βοήθησε τους φίλους του και προσπάθησε να μεταθέσει την ευθύνη λέγοντας ότι οδηγούσε η Στεφανία, ζητώντας την ενοχή του. Τελικά κρίθηκε ένοχος και το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 5 ετών και 5 μηνών.
aixmi-news.gr