Οι άνθρωποι της «διπλανής πόρτας» που από τη μια στιγμή στην άλλη περνούν σε κατάσταση αμόκ και δολοφονούν αθώα θύματα είχαν πάντα ξεχωριστή θέση στα εγκληματολογικά χρονικά της πατρίδας μας. Μεταξύ αυτών και ο Γιάννης Μούτος, ο οποίος ένα χειμωνιάτικο απόγευμα του 1991 σκόρπισε τον θάνατο σε ένα ήσυχο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, παίρνοντας τη ζωή από τέσσερις ανθρώπους (μεταξύ αυτών δύο μικρά παιδιά), τραυματίζοντας κάποιους άλλους και τέλος στρέφοντας την καραμπίνα του προς τον ίδιο τον εαυτό του.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
Όλα έγιναν μέσα σε λίγες ώρες το απόγευμα της 15ης Φεβρουαρίου του 1991 σε ένα μικρό χωριό με το όνομα Κανδήλα, στην περιοχή του Ξηρόμερου. Δράστης ήταν ο Γιάννης Μούτος, ένας 70χρονος συνταξιούχος, που σε νεαρότερη ηλικία είχε περάσει και από την Αστυνομία, από την οποία είχε παραιτηθεί και πέρασε το υπόλοιπο της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο υπουργείο Εργασίας. Οι συγχωριανοί του τον θεωρούσαν άνθρωπο αψύ και ιδιόρρυθμο, όμως ποτέ δεν περίμεναν ότι θα έφθανε σε αυτό το σημείο με ένα πολλαπλό έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα. Εκείνη τη χειμωνιάτικη Παρασκευή, ο Μούτος συνάντησε στον Μύτικα, ένα παραθαλάσσιο χωριό πολύ κοντά στην Κανδήλα, τους δύο αδελφούς, Θανάση και Λεωνίδα Κατσιπάνο. Η συζήτηση μεταξύ τους για κάποιες κτηματικές διαφορές άναψε και οδηγήθηκε σε καβγά, με αυτόπτες μάρτυρες να υποστηρίζουν ότι ο Θανάσης Κατσιπάνος είχε χαστουκίσει τον Μούτο, ο οποίος έφυγε από το καφενείο φανερά εκτός εαυτού, αισθανόμενος προσβεβλημένος μπροστά στα μάτια των θαμώνων και της μικρής κοινωνίας του χωριού. Επέστρεψε στην Κανδήλα και πλέον ήταν αποφασισμένος για όλα.
Φανερά ταραγμένος και με θολωμένο το μυαλό, οπλίστηκε με ό,τι είχε διαθέσιμο: μία καραμπίνα, ένα πιστόλι και ένα μαχαίρι και ξαναβγήκε στον δρόμο. Η κόρη του που τον είδε οπλισμένο σαν αστακό κατάλαβε ότι κάτι κακό θα γινόταν και ειδοποίησε τηλεφωνικά τους Κατσιπάνους να έχουν τον νου τους. Ο Μούτος είχε ήδη φτάσει στο καφενείο και άρχισε να πυροβολεί προς τα δύο αδέλφια με το πιστόλι, όμως τα δύο αδέλφια κατάφεραν να του ξεφύγουν χωρίς να τραυματιστούν. Τότε ο Μούτος αλλάζει τακτική και αποφασίζει ότι η εκδίκηση που θα πάρει θα αφορά τις οικογένειές τους. Επιστρέφει προς το χωριό και στην περιοχή που ζουν τα δύο αδέλφια και πηγαίνει πρώτα στο σπίτι του Θανάση Κατσιπάνου. Η 27χρονη σύζυγός του Μαρία έχει ειδοποιηθεί και έχει κλειδαμπαρώσει την πόρτα, όμως ο Μούτος είναι εκτός αυτού, και αφού πυροβόλησε την κλειδαριά εισέρχεται μέσα στο σπίτι. Η νεαρή μητέρα προσπάθησε να του πάρει το όπλο, όμως ο Μούτος τής κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα με το μαχαίρι, με αποτέλεσμα να την αφήσει νεκρή. Στη συνέχεια σήκωσε το όπλο και εκτέλεσε τα δύο ανήλικα κοριτσάκια της, την Κωνσταντίνα 7 ετών και τη Μαριάννα 5 ετών (η πρώτη άφησε την πνοή της στο σημείο, η μικρότερη κατά τη μεταφορά της στο νοσοκομείο).
Όμως η δολοφονική του μανία δεν σταμάτησε εκεί. Αποφάσισε να συνεχίσει προς το σπίτι του άλλου αδελφού, του Λεωνίδα Κατσιπάνου. Εκεί, καθώς η σύζυγός του είχε ειδοποιηθεί, βρέθηκε μόνο η κατάκοιτη πεθερά του, την οποία και πυροβόλησε από μικρή απόσταση, τραυματίζοντάς την πολύ σοβαρά και έφυγε νομίζοντας πως την έχει σκοτώσει. Στη συνέχεια άρχισε να ψάχνει τη σύζυγο του Λεωνίδα Κατσιπάνου, την 25χρονη Γεωργία, η οποία είχε κρυφτεί σε ένα σφαιριστήριο του χωριού. Εκεί τη βρήκε ο Μούτος και μπροστά στα έκπληκτα μάτια περίπου 15 θαμώνων, την πυροβόλησε και τη σκότωσε εν ψυχρώ. Κάποιοι από αυτούς προσπάθησαν να τον αφοπλίσουν, όμως ο αδίστακτος Μούτος ήταν σε πραγματικό αμόκ και φοβήθηκαν για τη ζωή τους.
Ο Μούτος, αφού εξάντλησε την εκδικητική του μανία απέναντι στα αδέλφια Κατσιπάνου, πήγε σπίτι του και έστρεψε το όπλο προς τον εαυτό του. Όμως δεν κατάφερε να αυτοκτονήσει και τραυματίστηκε σοβαρά. Οδηγήθηκε στο Νοσοκομείο Πρέβεζας, όπου και έγιναν οι κατάλληλες ενέργειες να κρατηθεί στη ζωή. Τελικά δικάστηκε μέσα σε ένα κλίμα οργής και αγανάκτησης από τους κατοίκους του χωριού και καταδικάστηκε σε εξοντωτικές ποινές. Πέθανε στις φυλακές, αφήνοντας πίσω του μία ιστορία που στοιχειώνει την περιοχή εδώ και δεκαετίες, αποτελώντας ένα από τα πιο πολύνεκρα και φρικιαστικά εγκλήματα στα ελληνικά χρονικά.
protothema.gr